ἀτημέλητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> négligé;<br /><b>2</b> perdu, ruiné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τημελέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[négligé]];<br /><b>2</b> perdu, ruiné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τημελέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτημέλητος Medium diacritics: ἀτημέλητος Low diacritics: ατημέλητος Capitals: ΑΤΗΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: atēmélētos Transliteration B: atēmelētos Transliteration C: atimelitos Beta Code: a)thme/lhtos

English (LSJ)

ον, A unheeded, unnoticed, X.Cyr.5.4.18, 8.1.14, and so prob. in A.Ag.891. Adv. -τως, ἔχειν to be uncared for, X.Cyr. 8.1.15. 2 slovenly, οὐκ ἀ. τοὺς κικίννους Alciphr.3.55; τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Jul.Mis.365d.

Spanish (DGE)

-ον
1 desatendido κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden), A.A.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.Cyr.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.Iob 38.41
del pelo descuidado, desaseado κικίννοι Alciphr.3.19.3
subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.Mis.365d.
2 adv. -ως sin atender μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.Cyr.8.1.15.

German (Pape)

[Seite 386] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 négligé;
2 perdu, ruiné.
Étymologie: , τημελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτημέλητος:
1 Xen. = ἀτημελής 1;
2 оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτημέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, ἀμελής, νωθρός, Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, μηδόλως προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτημέλητος, -ον) τημελώ
μσν.- νεοελλ.
αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος
αρχ.
1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς
2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος
3. νωθρός, αδιάφορος.

Greek Monotonic

ἀτημέλητος: -ον (τημελέω
I. 1. παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει κανείς, σε Ξεν.
2. σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.
II. αυτός που δεν δίνει προσοχή, αμελής, σε Αλκίφρ.· επίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν, δεν δίνω προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Ξεν.

Middle Liddell

τημελέω
I. unheeded, uncared for, Xen.
2. baffled, disappointed, Aesch.
II. taking no heed, slovenly, Alciphro:—adv., ἀτημελήτως ἔχειν to take no heed of a thing, c. gen., Xen.

English (Woodhouse)

uncared for, unheeded, neglected

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=παραμελημένος). Ἀπό τό ρῆμα ἀτημελέω -ῶ (α στερητ. + τημελής = ἐπιμελής). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό τημελής.