τετραβάμων: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1096.png Seite 1096]] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch [[ἀπήνη]], Troad. 516.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1096.png Seite 1096]] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch [[ἀπήνη]], Troad. 516.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> [[à quatre pieds]];<br /><b>2</b> [[qui concerne un quadrupède]];<br /><b>3</b> attelé de quadrupèdes (char, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰβάμων:''' 2, gen. ονος (βᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[четвероногий]] (ἵπποι Eur.): τ. [[ἀπήνη]] Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;<br /><b class="num">2</b> [[запряженный четверкой лошадей]] (ἅρματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰβάμων''': [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), [[τετράπους]], ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. [[ἀπήνη]] = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον [[αὐτόθι]] 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.
|lstext='''τετρᾰβάμων''': [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), [[τετράπους]], ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. [[ἀπήνη]] = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον [[αὐτόθι]] 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> à quatre pieds;<br /><b>2</b> qui concerne un quadrupède;<br /><b>3</b> attelé de quadrupèdes (char, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρᾰβάμων:''' [ᾱ], -ον, γεν. <i>τετραβάμονος</i> ([[βαίνω]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδος]], σε Ευρ.· <i>τετραβάμοναι χαλαί</i>, <i>τετραβάμονα ψάλια</i>, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· <i>τετραβάμοσι γυίοις</i>, με το [[σχήμα]] τετράποδου, στον ίδ.
|lsmtext='''τετρᾰβάμων:''' [ᾱ], -ον, γεν. <i>τετραβάμονος</i> ([[βαίνω]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδος]], σε Ευρ.· <i>τετραβάμοναι χαλαί</i>, <i>τετραβάμονα ψάλια</i>, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· <i>τετραβάμοσι γυίοις</i>, με το [[σχήμα]] τετράποδου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰβάμων:''' 2, gen. ονος (βᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[четвероногий]] (ἵπποι Eur.): τ. [[ἀπήνη]] Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;<br /><b class="num">2)</b> запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰ-¯βάμων, ον, [[βαίνω]]<br />[[four]]-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, [[trappings]] of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the [[shape]] of a [[quadruped]], Eur.
|mdlsjtxt=τετρᾰ-¯βάμων, ον, [[βαίνω]]<br />[[four]]-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, [[trappings]] of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the [[shape]] of a [[quadruped]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβάμων Medium diacritics: τετραβάμων Low diacritics: τετραβάμων Capitals: ΤΕΤΡΑΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tetrabámōn Transliteration B: tetrabamōn Transliteration C: tetravamon Beta Code: tetraba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ον, gen. ονος, (βῆμα)
A four-footed, ἵπποι E.El.476; τετραβάμων ἀπήνα = τέθριππον, Id.Tr.517; τετραβάμοναι χαλαί = the hoofs of horses, Id.Ph.808, cf. 792 (dub.); τετραβάμοσι γυίοις = in the shape of a quadruped, Id.Hel.376. (Dor.; the Att.-Ion. τετραβήμων is not found: used by E. only in lyr.)

German (Pape)

[Seite 1096] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch ἀπήνη, Troad. 516.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 à quatre pieds;
2 qui concerne un quadrupède;
3 attelé de quadrupèdes (char, etc.).
Étymologie: τέσσαρες, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰβάμων: 2, gen. ονος (βᾱ)
1 четвероногий (ἵπποι Eur.): τ. ἀπήνη Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;
2 запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), τετράπους, ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. ἀπήνη = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον αὐτόθι 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτοβάμων].

Greek Monotonic

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. τετραβάμονος (βαίνω), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, σε Ευρ.· τετραβάμοναι χαλαί, τετραβάμονα ψάλια, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· τετραβάμοσι γυίοις, με το σχήμα τετράποδου, στον ίδ.

Middle Liddell

τετρᾰ-¯βάμων, ον, βαίνω
four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.