προσκατασκευάζω: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ | |btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προσκατασκευάζομαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατασκευάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:10, 28 November 2022
English (LSJ)
A furnish or prepare besides, ἐμπόριον D.20.33; θησαυρόν another granary, PCair.Zen.509.9 (iii B.C.); πύλας, τριήρεις, D.S.11.21,43, etc.; δυνάστην π. τινά set him up besides, Plb.21.11.6; build in addition to or beside, οἰκήματα οἰκήμασι, πόλεις πόλεσι, J.AJ8.5.2, 8.6.1:—Med., procure for oneself, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Arist.Top.118a13; φρούριον J.AJ15.9.4:— Pass., ὄνειδος -σκευασθῆναι τῇ πόλει D.19.78, cf. 23.189, IG12(8).51.10 (Imbros, ii B.C.). II prove in addition, Alex.Aphr. in Metaph.260.32.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu ausrüsten, einrichten; ἐμπόριον, Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.
French (Bailly abrégé)
préparer, construire, équiper ou instituer en outre;
Moy. προσκατασκευάζομαι m. sign.
Étymologie: πρός, κατασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κατασκευάζω erbij aanleggen, bovendien aanleggen:; γέφυραν een brug Plut. Them. 16.4; ook med..; ὁρμητήρι ( α ) uitvalsbases Dem. 19.326; pass., overdr.. καὶ ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει dat ten gevolge van zijn verdediging ook nog een smet op de stad is gelegd Dem. 19.78.
Russian (Dvoretsky)
προσκατασκευάζω:
1 сверх того устраивать, приготовлять (ἐμπόριον Dem.; τριήρεις Diod.);
2 сверх того назначать (δυνάστην τινά Polyb.);
3 присоединять, добавлять (τι πρός τι Arst.).
Greek Monolingual
Α
1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ.
β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)
2. αποδεικνύω επιπροσθέτως
3. μέσ. προσκατασκευάζομαι
προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
προσκατασκευάζω: μέλ. -σω, παρασκευάζω, κατασκευάζω επιπλέον, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατασκευάζω: παρασκευάζω προσέτι, ἐμπόριον Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, καθίστημι τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.