προσκηδής: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se préoccupe de, attentif, diligent;<br /><b>2</b> uni par la parenté à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κῆδος]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui se préoccupe de]], [[attentif]], [[diligent]];<br /><b>2</b> uni par la parenté à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κῆδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:15, 28 November 2022
English (LSJ)
ές, (κῆδος) A bringing into alliance or kindred, ξεινοσύνη Od.21.35: but perhaps kindly, as in A.R.3.588. II connected by marriage, τινι Hdt.8.136; προσκηδέες kinsfolk, AP7.444 (Theaet.), A.R.4.717 (but perhaps careworn).
German (Pape)
[Seite 769] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se préoccupe de, attentif, diligent;
2 uni par la parenté à, τινι.
Étymologie: πρός, κῆδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσκηδής -ές [πρός, κῆδος] hartelijk:. ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος het begin van hartelijke gastvriendschap Od. 21.35. verwant:. ὅτι οἱ προσκηδέες οἱ Πέρσαι ἦσαν omdat hij familiebanden met de Perzen had Hdt. 8.136.1.
Russian (Dvoretsky)
προσκηδής:
1 заботливый, сердечный (ξεινοσύνη Hom.);
2 связанный родством, родственный (τινι Her.): (οἱ) προσκηδέες Anth. родные, родственники.
Greek (Liddell-Scott)
προσκηδής: -ές, (κῆδος), πρόξενος οἰκειότητος καὶ στενῆς φιλίας, ξεινοσύνης προσκυδέος «κηδεμονικῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 35 πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 588. ΙΙ. συγγενὴς πρός τινα, τινι Ἡρόδ. 8. 136· προσκηδέες, οἱ συγγενεῖς, Ἀνθ. Π. 7. 444.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία
2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά
3. συγγένεια από αγχιστεία
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέες
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα, συγγένεια»), πρβλ. ἀπο-κηδής)].
Greek Monotonic
προσκηδής: -ές (κῆδος),
I. αυτός που προξενεί οικειότητα και στενή φιλία, σε Ομήρ. Οδ.
II. συγγενής, συγγενικός, τινί, σε Ηρόδ.· προσκηθέες, οι συγγενείς, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
See also: s. κῆδος.
Middle Liddell
προσ-κηδής, ές κῆδος
I. bringing into alliance or kindred, or, as others, kind, affectionate, Od.
II. akin to, τινί Hdt.; προσκηδέες kinsfolk, Anth.
Frisk Etymology German
προσκηδής: {proskēdḗs}
See also: s. κῆδος.
Page 2,601