ἀνιδίω: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἱδρώνω [[πολύ]]). Ἀπό τό ἀνά + [[ἰδίω]] (=ἱδρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀνιδιτί]] (=[[χωρίς]] ἱδρώτα, [[χωρίς]] κόπο). | |mantxt=(=ἱδρώνω [[πολύ]]). Ἀπό τό ἀνά + [[ἰδίω]] (=[[ἱδρώνω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀνιδιτί]] (=[[χωρίς]] ἱδρώτα, [[χωρίς]] κόπο). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 November 2022
English (LSJ)
perspire so that the sweat stands on the surface Id.Ti.74c (prob.).
Spanish (DGE)
transpirar, sudar Pl.Ti.74c.
German (Pape)
[Seite 236] aufschwitzen, daß der Schweiß auf die Oberfläche tritt, Plat. Tim. 74 c, vor Bekk. ἀνιδροῦσαν für ἀνιδίουσαν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνῑδίω: покрываться потом Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῑδίω: ἱδρώνω οὕτως ὥστε ὁ ἱδρὼς ἐπιπολάζει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματός μου, θέρους μὲν ἀνιδίουσαν Πλάτ. Τίμ. 74C, Bekk.· κοινὴ γραφὴ ἀνιδρῶσα.
Greek Monolingual
ανιδίω (Α) ιδίω
ιδρώνω, παρουσιάζω εφίδρωση.
Mantoulidis Etymological
(=ἱδρώνω πολύ). Ἀπό τό ἀνά + ἰδίω (=ἱδρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνιδιτί (=χωρίς ἱδρώτα, χωρίς κόπο).