ἀντιπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού κτυπιέται [[κατά]] μέτωπο). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[πλήσσω]] (=κτυπῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀντιπληκτίζω]] (=μαλώνω), [[ἀντιπλήκτης]], [[ἀντίπληξις]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πλήσσω]].
|mantxt=(=αὐτός πού κτυπιέται [[κατά]] μέτωπο). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[πλήσσω]] (=[[κτυπῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀντιπληκτίζω]] (=[[μαλώνω]]), [[ἀντιπλήκτης]], [[ἀντίπληξις]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πλήσσω]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπλήξ Medium diacritics: ἀντιπλήξ Low diacritics: αντιπλήξ Capitals: ΑΝΤΙΠΛΗΞ
Transliteration A: antiplḗx Transliteration B: antiplēx Transliteration C: antipliks Beta Code: a)ntiplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ, beaten by the waves, ἀκταί S.Ant.592 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ῆγος golpeado por las olas ἀκταί S.Ant.592.

German (Pape)

[Seite 258] ῆγος (πλήσσω), entgegenschlagend, wohl nur Soph. Ant. 588 ἀντιπλῆγες ἀκταί, von Wogen gepeitschte Ufer.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: ἀντί, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπλήξ: ῆγος adj. ударяемый морским прибоем, о который плещутся волны (ἀκταί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ἀντιπλῆγες ἀκταί, αἱ πλησσόμεναι κατὰ μετωπον ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὐχὶ πλαγίως ὡς τὸ παραπλῆγες, ἴδε τὴν λέξ. κυματοπλήξ· ― ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592.

Greek Monolingual

ἀντιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α) αντιπλήσσω
αυτός που πλήττεται από τα κύματα.

Greek Monotonic

ἀντιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, δαρμένος από τα κύματα κατά μέτωπον, σε Σοφ.

Middle Liddell

beaten by the opposing waves, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κτυπιέται κατά μέτωπο). Ἀπό τό ἀντί + πλήσσω (=κτυπῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιπληκτίζω (=μαλώνω), ἀντιπλήκτης, ἀντίπληξις. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πλήσσω.