μίσθαρνος: Difference between revisions

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[μισθάρνης]] (=[[μισθωτός]] [[ἐργάτης]]). Ἀπό τό [[μισθός]] + [[ἄρνυμαι]] (=παίρνω, [[κερδίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μισθαρνέω]] -ῶ, [[μισθαρνητικός]], [[μισθαρνία]], [[μισθαρνικός]].
|mantxt=ἤ [[μισθάρνης]] (=[[μισθωτός]] [[ἐργάτης]]). Ἀπό τό [[μισθός]] + [[ἄρνυμαι]] (=[[παίρνω]], [[κερδίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μισθαρνέω]] -ῶ, [[μισθαρνητικός]], [[μισθαρνία]], [[μισθαρνικός]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθαρνος Medium diacritics: μίσθαρνος Low diacritics: μίσθαρνος Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΟΣ
Transliteration A: místharnos Transliteration B: mistharnos Transliteration C: mistharnos Beta Code: mi/sqarnos

English (LSJ)

ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) wageearner, Poll.4.48, Hsch. s.v. πελάται.

German (Pape)

[Seite 190] = μισθάρνης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μίσθαρνος: ὁ, = μισθάρνης, Πολυδ. Δ΄, 48, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μίσθαρνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)
αρχ.
αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μισθὸν ἄρνυσθαιεργάζομαι με μισθό»), πρβλ. ρ. μισθαρνῶ].

Mantoulidis Etymological

μισθάρνης (=μισθωτός ἐργάτης). Ἀπό τό μισθός + ἄρνυμαι (=παίρνω, κερδίζω).
Παράγωγα: μισθαρνέω -ῶ, μισθαρνητικός, μισθαρνία, μισθαρνικός.