πολύξεστος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύξεστος -ον [πολύς, ξέω] met zorg geschaafd.
|elnltext=πολύξεστος -ον [πολύς, ξέω] [[met zorg geschaafd]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύξεστος Medium diacritics: πολύξεστος Low diacritics: πολύξεστος Capitals: ΠΟΛΥΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: polýxestos Transliteration B: polyxestos Transliteration C: polyksestos Beta Code: polu/cestos

English (LSJ)

ον, (ξέω) much-polished, πύλαι (of Hades) f.l. in S.OC1570 (lyr., leg. πολυξένοις).

German (Pape)

[Seite 667] viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
raboté avec soin ; poli avec art.
Étymologie: πολύς, ξέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύξεστος -ον [πολύς, ξέω] met zorg geschaafd.

Russian (Dvoretsky)

πολύξεστος: тщательно выстроганный или обтесанный (πύλαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύξεστος: -ον, (ξέω) ὁ πολὺ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, Σοφ. Ο. Κ. 1570.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά-ξεστος, εύ-ξεστος].

Greek Monotonic

πολύξεστος: -ον (ξέω), πολύ γυαλιστερός, σε Σοφ.

Middle Liddell

πολύ-ξεστος, ον, [ξέω]
much-polished, Soph.