σύγκληρος: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σύγκληρος -ον [σύν, κλῆρος] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328. | |elnltext=σύγκληρος -ον [[[σύν]], [[κλῆρος]]] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, A having lots or portions that join, bordering, neighbouring, χθών E.Heracl.32; τείχεα Nic.Al.1; sharing a κλῆρος, PCair.Zen.1.19 (iii B.C.). II joined by lot to, allotted to, θνητῷ βίῳ Plu.2.103f, cf. Luc.Am.24: c. gen., belonging to as portion, Lyc. 995.
German (Pape)
[Seite 968] mitlooscnd; – zufällig zusammentreffend, angränzend, Eur. σύγκληρον ἐλθόντες χώραν, Heracl. 32, τείχεα, Nic. Al. 1; – durchs Loos zugetheilt, ὅτι θνητῷ σύγκληρός ἐστι βίῳ, Plut. consol. ad Apoll. p. 321.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
assigné par un sort commun.
Étymologie: σύν, κλῆρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκληρος -ον [σύν, κλῆρος] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328.
Russian (Dvoretsky)
σύγκληρος:
1 пограничный, сопредельный (χθών Eur.);
2 выпавший на долю (θνητῷ βίῳ Plut.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο
2. αυτός που συνορεύει, γειτονικός («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», Ευρ.)
3. αυτός που έχει την ίδια τύχη με άλλον
4. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλῆρος (πρβλ. απόκληρος)].
Greek Monotonic
σύγκληρος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο χωράφι, αυτός που συνορεύει, γειτονικός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκληρος: -ον, ὁ συμμεριζόμενος τὸν αὐτὸν κλῆρον, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, χθὼν Εὐρ. Ἡρακλ. 32˙ τείχεα Νικ. Ἀλεξιφ. 1. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ κλήρου ὁριζόμενος, τὴν αὐτὴν τύχην ἔχων, ὁμόκληρος σ. θνητῷ βίῳ Πλούτ. 2. 103F˙ μετὰ γεν. Λυκόφρ. 995.
Middle Liddell
σύγ-κληρος, ον,
having portions that join, bordering, neighbouring, Eur.