πολλαχοῦ: Difference between revisions
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en beaucoup d'endroits ; [[πολλαχοῦ]] τῆς γῆς PLAT en beaucoup d'endroits de la terre;<br /><b>2</b> souvent.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en beaucoup d'endroits ; [[πολλαχοῦ]] τῆς γῆς PLAT en beaucoup d'endroits de la terre;<br /><b>2</b> [[souvent]].<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:41, 30 November 2022
English (LSJ)
Adv. A in many places, τοὔνομα γένοιτ' ἂν πολλαχοῦ, τὸ σῶμα δ' οὔ E.Hel.588, cf. Pl.Smp.209e; ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος Id.Ap.31c; π. ἐν τοῖς λόγοις Id.Prt.329c; Ὅμηρος π. λέγει Id.Cra.408a; π. ἄλλοθι X.Cyr.7.1.30. 2 c. gen., π. τῆς γῆς v.l. in Pl.Phd.111a. II = πολλαχῇ, on many grounds, interpol. in Hdt.6.122, v.l. in Isoc.4.183.
German (Pape)
[Seite 658] an vielen Orten; Eur. Hel. 594; καὶ ἄλλοι ἄλλοθι πολλ. ἄνδρες, Plat. Conv. 209 e; γῆς, Arist. u. Sp – Auch wie πολλαχῇ, vielmals, oft, Her. 6, 122; λογίζεσθαι, Isocr. 4, 183; λέγειν, Plat. Prot. 329 c u. oft.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en beaucoup d'endroits ; πολλαχοῦ τῆς γῆς PLAT en beaucoup d'endroits de la terre;
2 souvent.
Étymologie: *πολλαχός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαχοῦ [~ πολύς] adv. op veel plaatsen:; πολλαχοῦ τῆς γῆς op veel plaatsen op aarde Plat. Euthyph. 11a; op veel punten:. πολλαχοῦ ἐν τοῖς λόγοις op veel punten in jouw betoog Plat. Prot. 329c. in veel gevallen:; πολλαχοῦ... καὶ ἄλλοθι in veel andere situaties Xen. Cyr. 7.1.30; om veel redenen. Hdt. 6.122.1.
Russian (Dvoretsky)
πολλᾰχοῦ: adv.
1 во многих местах: καὶ ἄλλοι ἄλλοθι π. ἄνδρες Plat. да и другие люди во многих других местах; π. τῆς γῆς Plat. (v.l. πανταχοῦ) во многих местах земли;
2 (= πολλαχῇ) часто, неоднократно (λέγειν Plat.; λογίζεσθαι Isocr.): π. μνήμην τινὸς ἔχειν Her. часто вспоминать о ком-л.
Greek (Liddell-Scott)
πολλᾰχοῦ: ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, τοὔνομα γένοιτ’ ἂν πολλαχοῦ τὸ σῶμα δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) μετὰ γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = πολλαχῆ, πολλάκις, συχνάκις, Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.
Greek Monolingual
πολλαχοῦ ΝΜΑ
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία σε πολλούς τόπους («Ὅμηρος πολλαχοῦ λέγει», Πλάτ.)
αρχ.
πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. –οῦ (πρβλ. μυρι-αχ-ού)].
Greek Monotonic
πολλᾰχοῦ: επίρρ.,
I. 1. σε πολλούς τόπους, σε Ευρ., Πλάτ.
2. με γεν., πολλαχοῦ τῆς γῆς, σε Πλάτ.
II. = πολλαχῆ, πολλές φορές, συχνά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
I. in many places, Eur., Plat.
2. c. gen., π. τῆς γῆς Plat.
II. = πολλαχῆ, many times, often, Hdt., etc.