σπαραγμός: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[action de déchirer]], [[déchirement]];<br /><b>2</b> convulsion.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[action de déchirer]], [[déchirement]];<br /><b>2</b> [[convulsion]].<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:50, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A tearing, rending, mangling, δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς E.Hec.656 (lyr.); σ. Βακχῶν by them, Id.Ba.735; but σπαραγμοὶ χαίτας, χρωτός, etc., rending of them, Id.Ph.1525 (lyr.), Tr.453 (troch.), cf. Phld.Piet.87, etc. II convulsion, spasm, A.Fr.169, S.Tr.778,1254; agony, Anon.Prog. in Rh.1.613 W. (pl.).
German (Pape)
[Seite 916] ὁ, das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς διώδυνος σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de déchirer, déchirement;
2 convulsion.
Étymologie: σπαράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαραγμός -οῦ, ὁ [σπαράττω] kramp, (stuip)trekking, spasme. het verscheuren, het in stukken scheuren, het openrijten:. ἐξηλύξαμεν βακχῶν σπαραγμόν we zijn eraan ontkomen verscheurd te worden door de bacchanten Eur. Ba. 735.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰραγμός: ὁ тж. pl.
1 разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);
2 судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σπαράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαράσσω, σπάραγμα
νεοελλ.
βαθιά θλίψη, συντριβή
αρχ.
1. σπασμός
2. αγωνία.
Greek Monotonic
σπᾰραγμός: ὁ,
I. απόσχιση, κατασπάραγμα, βίαιη απόσπαση, κομμάτιασμα, ξέσκισμα, σε Ευρ.
II. σπασμωδικό τίναγμα, σπασμός, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰραγμός: ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· ἀλλά, σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, σπασμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - καθόλου, ἀγωνία, Ρήτορες (Walz) 1. 613.
Middle Liddell
σπᾰραγμός, οῦ, ὁ,
I. a tearing, rending, mangling, Eur.
II. a convulsion, spasm, Soph. [from σπαράσσω