ἀρρηνής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[growling]], only Theoc. 25, 83 <b class="b3">ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές</b> (scil. [[θηρίον]]; of a dog); = [[ἄγριον]], [[δυσχερές]] H.<br />Derivatives: <b class="b3">ἀρρηνεῖν λοιδορεῖν</b>. καὶ <[[ἐπὶ]]> <b class="b3">γυναικὶ· πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. From [[ἀρράζω]] ([[ἀράζω]]) [[bark]], [[howl]] (Prellwitz Glotta 19, 104) after [[στρηνής]], [[ἀπηνής]]?
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[growling]], only Theoc. 25, 83 <b class="b3">ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές</b> (scil. [[θηρίον]]; of a dog); = [[ἄγριον]], [[δυσχερές]] H.<br />Derivatives: <b class="b3">ἀρρηνεῖν λοιδορεῖν</b>. καὶ <[[ἐπὶ]]> <b class="b3">γυναικὶ· πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι</b> [[H]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. From [[ἀρράζω]] ([[ἀράζω]]) [[bark]], [[howl]] (Prellwitz Glotta 19, 104) after [[στρηνής]], [[ἀπηνής]]?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:53, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρηνής Medium diacritics: ἀρρηνής Low diacritics: αρρηνής Capitals: ΑΡΡΗΝΗΣ
Transliteration A: arrēnḗs Transliteration B: arrēnēs Transliteration C: arrinis Beta Code: a)rrhnh/s

English (LSJ)

ἀρρηνές, fierce, savage, of dogs, Theoc.25.83, Hsch.

Spanish (DGE)

-ές
fiero, feroz de perros, Theoc.25.83, cf. Hsch.
• Etimología: Prob. término expresivo, quizá deriv. de ἀρράζω (ἀράζω) ‘ladrar’.

French (Bailly abrégé)

ἀρρηνής, ἀρρηνές :
hargneux, méchant.
Étymologie: , ῥήν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρηνής: злобный, свирепый (θήρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρηνής: -ές, ἄγριος ἐπὶ κυνῶν, Θεόκρ. 25. 83, «ἀρρηνές· ἄγριον, δυσχερὲς» Ἡσύχ. (ἴσως ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ἄρρην: κατὰ τὸν Λοβ. Παθολ. 194, ὀνοματοποιία ἐκ τοῦ κνυζήματος (τοῦ γρυνιάσματος) κυνός, πρβλ. litera canina).

Greek Monolingual

ἀρρηνής, -ές (Α)
(για σκύλους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. αράζω (II) ή αρράζω «γαυγίζω, γρυλίζω», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -ρρρ-, ο οποίος αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως προς την κατάληξη, η λ. σχηματίστηκε κατά τα απηνής, στρηνής.

Greek Monotonic

ἀρρηνής: -ές, άγριος, σκληρός, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: growling, only Theoc. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. θηρίον; of a dog); = ἄγριον, δυσχερές H.
Derivatives: ἀρρηνεῖν λοιδορεῖν. καὶ <ἐπὶ> γυναικὶ· πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. From ἀρράζω (ἀράζω) bark, howl (Prellwitz Glotta 19, 104) after στρηνής, ἀπηνής?

Middle Liddell

[Deriv. unknown
fierce, savage, Theocr.

Frisk Etymology German

ἀρρηνής: {arrēnḗs}
Forms: Theok. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. θηρίον; vom Hunde);
Meaning: nach H. ἄγριον, δυσχερές.
Derivative: Davon ἀρρηνεῖν· λοιδορεῖν. καὶ γυναικὶ πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι H.
Etymology: Expressives Wort unbekannter Herkunft. Ob von ἀρ(ρ)άζω bellen, heulen (so Prellwitz Glotta 19, 104) mit Bildung nach στρηνής, ἀπηνής?
Page 1,151

German (Pape)

ές, (nicht wie ein Lamm) wild, beißig, von Hunden, Theocr. 25.83. Davon Hesych. ἀρρηνέω, sich zanken.