ἱππάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l'on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> qui se laisse monter comme un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l'on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> [[qui se laisse monter comme un cheval]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:55, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππάσιμος Medium diacritics: ἱππάσιμος Low diacritics: ιππάσιμος Capitals: ΙΠΠΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hippásimos Transliteration B: hippasimos Transliteration C: ippasimos Beta Code: i(ppa/simos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, fit for horses, fit for riding, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. ἄνιππος, Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; τὸ ἱππάσιμον, i.e. τὸ πεδινόν, X.HG7.2.12; τὰ ἱ. τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον allowing himself to be ridden by flatterers, Plu.Alex.23.

German (Pape)

[Seite 1258] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, Gegensatz ἄνιππος, Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 où l'on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;
2 qui se laisse monter comme un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱππάσῐμος: и 3 (ᾰ)
1 удобный для верховой езды, удобопроходимый для конницы (Αἴγυπτος Her.; χώρα Her., Arst.; πεδία Polyb.; τόποι Plut.);
2 перен. которого легко оседлать, легко управляемый, податливый (τοῖς κόλαξιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππάσιμος: ᾰ, η, ον, (ἱππάζομαι) κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ ἄνιππος γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· τὸ ἱππάσιμον, δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱππάσιμος, -ασίμη, -ον) ιππάζομαι
(για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — αφού άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππάσιμον
το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).

Greek Monotonic

ἱππάσιμος: [ᾰ], -η, -ον (ἱππάζομαι), κατάλληλος για άλογα, κατάλληλος για ιππασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἱππάσιμος, «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἱππᾰ́σιμος, η, ον ἱππάζομαι
fit for horses, fit for riding, Hdt., Xen.:—metaph., κόλαξιν ἱππάσιμος ridden by flatterers, Plut.

English (Woodhouse)

good for riding, suitable for cavalry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)