κατατραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-τραυματίζω, Ion. κατατρωματίζω verwonden, beschadigen.
|elnltext=κατα-τραυματίζω, Ion. κατατρωματίζω verwonden, beschadigen.
}}
{{pape
|ptext=ion. [[κατατρωματίζω]], verstärktes [[τραυματίζω]], <i>mit [[Wunden]] [[bedecken]]</i>; Her. 7.212; Thuc. 7.80; Sp., wie Pol. 15.13.1. – Auch von Schiffen, <i>ganz leck [[machen]]</i>, Thuc. 7.41.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -[[τρωματίζω]] fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[cover]] with wounds, Hdt., Thuc.:—of ships, to [[disable]] [[utterly]], [[cripple]], Thuc.
|mdlsjtxt=ionic -[[τρωματίζω]] fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[cover]] with wounds, Hdt., Thuc.:—of ships, to [[disable]] [[utterly]], [[cripple]], Thuc.
}}
{{pape
|ptext=ion. [[κατατρωματίζω]], verstärktes [[τραυματίζω]], <i>mit [[Wunden]] [[bedecken]]</i>; Her. 7.212; Thuc. 7.80; Sp., wie Pol. 15.13.1. – Auch von Schiffen, <i>ganz leck [[machen]]</i>, Thuc. 7.41.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατραυματίζω Medium diacritics: κατατραυματίζω Low diacritics: κατατραυματίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katatraumatízō Transliteration B: katatraumatizō Transliteration C: katatravmatizo Beta Code: katatraumati/zw

English (LSJ)

Ion. κατατρωματίζω, A wound, ἑαυτόν Arist.Ath.14.1, D.S.13.95; opp. ἀποκτείνειν, Plb.3.67.3:—Pass., Hdt.7.212, Th.7.8o, etc. II of ships, disable, cripple, ib.41, 8.10.

French (Bailly abrégé)

couvrir de blessures ou d'avaries.
Étymologie: κατά, τραυματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τραυματίζω, Ion. κατατρωματίζω verwonden, beschadigen.

German (Pape)

ion. κατατρωματίζω, verstärktes τραυματίζω, mit Wunden bedecken; Her. 7.212; Thuc. 7.80; Sp., wie Pol. 15.13.1. – Auch von Schiffen, ganz leck machen, Thuc. 7.41.

Russian (Dvoretsky)

κατατραυματίζω: ион. κατατρωματίζω
1 покрывать ранами, изранивать (τινά Polyb., Plut.); pass. получать раны (ἐν προσβολαῖς τῶν πολεμίων Thuc.; κατατετρωματίσθαι καὶ οὐκ οἵους ἔσεσθαι χεῖρας ἀνταείρασθαι Her.);
2 повреждать (τὰς πλείους τῶν νεῶν Thuc.).

Greek Monolingual

κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω)
(επιτ. τ. του τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον
αρχ.
1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης
2. παθ. κατατραυματίζομαι
υφίσταμαι φθορά, εξασθένηση.

Greek Monotonic

κατατραυματίζω: Ιων. -τρωματίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, καλύπτω με τραύματα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πλοία, κατατρυπώ, αχρηστεύω ολοκληρωτικά, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατατραυματίζω: Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, καλύπτω διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, τίθημι ἐκτὸς μάχης, καιρίως βλάπτω, Θουκ. 7. 41., 8. 10.

Middle Liddell

ionic -τρωματίζω fut. Attic ιῶ
to cover with wounds, Hdt., Thuc.:—of ships, to disable utterly, cripple, Thuc.