κακορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκορρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), [[κακολόγος]], αυτός που προμηνύει το [[κακό]], που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κᾰκορρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), [[κακολόγος]], αυτός που προμηνύει το [[κακό]], που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>Schlechtes [[sprechend]], [[schmähend]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 1126.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 8.81.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />[[telling]] of ill, ill omened, Aesch.
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />[[telling]] of ill, ill omened, Aesch.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>Schlechtes [[sprechend]], [[schmähend]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 1126.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 8.81.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρήμων Medium diacritics: κακορρήμων Low diacritics: κακορρήμων Capitals: ΚΑΚΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: kakorrḗmōn Transliteration B: kakorrēmōn Transliteration C: kakorrimon Beta Code: kakorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα) A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.). 2 a poor speaker, D.C.77.11. II τὸ κακορρῆμον, = κακορρημοσύνη (evil-speaking, slander), Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. κακορρημόνως Poll.8.81.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.

Greek Monolingual

κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ.κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρορρήμων, ευθυρρήμων].

Greek Monotonic

κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.

German (Pape)

ον, Schlechtes sprechend, schmähend, Aesch. Ag. 1126.
• Adv., Poll. 8.81.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκορρήμων: 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακορρήμων -ον, gen. -ονος [κακός, ῥῆμα] onheil aankondigend.

Middle Liddell

ῥῆμα
telling of ill, ill omened, Aesch.