σφαῖρος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] [[bol]].
|elnltext=σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] [[bol]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[kugelrund]]</i>, Empedocl. 24 bei M.Ant. 8.41, 13.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. [[σφῆρος]] Α<br />η πρωταρχική [[κυκλοτερής]] [[κατάσταση]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />(σε <b>επιγρ.</b> στον τ. [[σφήρος]]) [[ωροσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σφαῖρα]], με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. [[σφῆρος]] Α<br />η πρωταρχική [[κυκλοτερής]] [[κατάσταση]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />(σε <b>επιγρ.</b> στον τ. [[σφήρος]]) [[ωροσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σφαῖρα]], με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[kugelrund]]</i>, Empedocl. 24 bei M.Ant. 8.41, 13.3.
}}
}}

Revision as of 12:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαῖρος Medium diacritics: σφαῖρος Low diacritics: σφαίρος Capitals: ΣΦΑΙΡΟΣ
Transliteration A: sphaîros Transliteration B: sphairos Transliteration C: sfairos Beta Code: sfai=ros

English (LSJ)

ὁ, A = σφαῖρα, the condition of the Universe (ὁ Κόσμος), when brought together by Eros, Emp.27.4,al. II cf. σφῆρος. III dub. sens. in POxy.1727.15 (ii/iii A.D.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] bol.

German (Pape)

kugelrund, Empedocl. 24 bei M.Ant. 8.41, 13.3.

Russian (Dvoretsky)

σφαῖρος: сферический, шарообразный Emped.

Greek (Liddell-Scott)

σφαῖρος: -ον, = σφαῖρα, ἡ κατάστασις τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Α
η πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση του κόσμου
αρχ.
(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σφαῖρα, με αλλαγή γένους].