τροφόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.
|elnltext=τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.
}}
{{pape
|ptext=εσσα, εν, <i>dick, groß</i>, κύματα τροφόεντα, <i>Od</i>. 3.290, <i>Il</i>. 15.621. Vgl. [[τρόφις]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τροφόεις]], εσσα, εν [[τρέφω]]<br />well-fed: [[hence]] [[large]], big, of waves, Hom.
|mdlsjtxt=[[τροφόεις]], εσσα, εν [[τρέφω]]<br />well-fed: [[hence]] [[large]], big, of waves, Hom.
}}
{{pape
|ptext=εσσα, εν, <i>dick, groß</i>, κύματα τροφόεντα, <i>Od</i>. 3.290, <i>Il</i>. 15.621. Vgl. [[τρόφις]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφόεις Medium diacritics: τροφόεις Low diacritics: τροφόεις Capitals: ΤΡΟΦΟΕΙΣ
Transliteration A: trophóeis Transliteration B: trophoeis Transliteration C: trofoeis Beta Code: trofo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (τρέφω) well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. τρόφις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.

German (Pape)

εσσα, εν, dick, groß, κύματα τροφόεντα, Od. 3.290, Il. 15.621. Vgl. τρόφις.

Russian (Dvoretsky)

τροφόεις: όεσσα, όεν τρέφω большой, огромный (κύματα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: big, swollen; κύματα τροφόεντα (v.l. τροφέοντο, ‘were swelling’), Od. 3.290†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

τροφόεις: -εσσα, -εν (τρέφω), καλά θρεμμένος, ευτραφής· απ' όπου, μεγάλος, πελώριος, λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τροφόεις, εσσα, εν τρέφω
well-fed: hence large, big, of waves, Hom.