συνθεσία: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[convention]], [[pacte]];<br /><b>2</b> [[instructions]], [[ordres]].<br />'''Étymologie:''' [[συντίθημι]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[convention]], [[pacte]];<br /><b>2</b> [[instructions]], [[ordres]].<br />'''Étymologie:''' [[συντίθημι]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Übereinkunft]], [[Vertrag]]</i>, wie [[συνθήκη]]; πῇ δὴ συνθεσίαι καὶ ὅρκια βήσεται [[ἡμῖν]], <i>Il</i>. 2.339; aber οὐδ' ἐλήθετο συνθεσιάων, 5.319, <i>ist der auf [[Verabredung]] beruhende [[Auftrag]]</i>; Sp. = <i>[[Wette]]</i>, Posidipp. bei Ath. 412e; vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 527.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνθεσία]], ἡ, [[συντίθημι]]<br />[[mostly]] in plural, like συνθῆκαι, a [[covenant]], [[treaty]], Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.
|mdlsjtxt=[[συνθεσία]], ἡ, [[συντίθημι]]<br />[[mostly]] in plural, like συνθῆκαι, a [[covenant]], [[treaty]], Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Übereinkunft]], [[Vertrag]]</i>, wie [[συνθήκη]]; πῇ δὴ συνθεσίαι καὶ ὅρκια βήσεται [[ἡμῖν]], <i>Il</i>. 2.339; aber οὐδ' ἐλήθετο συνθεσιάων, 5.319, <i>ist der auf [[Verabredung]] beruhende [[Auftrag]]</i>; Sp. = <i>[[Wette]]</i>, Posidipp. bei Ath. 412e; vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 527.
}}
}}

Revision as of 12:45, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεσία Medium diacritics: συνθεσία Low diacritics: συνθεσία Capitals: ΣΥΝΘΕΣΙΑ
Transliteration A: synthesía Transliteration B: synthesia Transliteration C: synthesia Beta Code: sunqesi/a

English (LSJ)

ἡ, A = σύνθεσις 111, mostly in plural, covenant, treaty, πῇ δὴ συνθεσίαι . .; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.Oxy.214r.13; περὶ συνθεσίης for a wager, Posidipp. ap. Ath.10.412e (καίπερ σ. codd.). 2 οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων nor did he forget the instructions, Il.5.319. II Medic., = continuatio, Gloss.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 convention, pacte;
2 instructions, ordres.
Étymologie: συντίθημι.

German (Pape)

ἡ, Übereinkunft, Vertrag, wie συνθήκη; πῇ δὴ συνθεσίαι καὶ ὅρκια βήσεται ἡμῖν, Il. 2.339; aber οὐδ' ἐλήθετο συνθεσιάων, 5.319, ist der auf Verabredung beruhende Auftrag; Sp. = Wette, Posidipp. bei Ath. 412e; vgl. Lobeck Phryn. 527.

Russian (Dvoretsky)

συνθεσία: ион. συνθεσίη ἡ pl.
1 соглашение, условие или обет Hom.;
2 указание, наставление Hom.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεσία: ἡ, = σύνθεσις· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβασις, συνθήκη, πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. σύνθεσις ΙΙΙ, συνθήκη ΙΙ, συνημοσύνη.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α
1. συναρμογή, αρμός
2. συνέχεια
3. στοίχημα
4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι
α) συνθήκες, συμφωνίες
β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ' υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

συνθεσία: ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι· σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., συνθεσιάων, στον ίδ.

Middle Liddell

συνθεσία, ἡ, συντίθημι
mostly in plural, like συνθῆκαι, a covenant, treaty, Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.