τριέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] [[met drie kronkels]].
|elnltext=τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] [[met drie kronkels]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]] [[gewunden]]</i>, [[Beiwort]] einer [[Schlange]], Orak. bei Her. 6.77; [[ἰχνοπέδη]], <i>dreidrähtige [[Schlinge]]</i>, Antip.Sid. 17 (IV.109); τριέλικτον [[νῆμα]] δινεῦσαι μοῖραι, <i>den die drei [[Parzen]] [[drehen]], [[spinnen]]</i>, 70 (VII.14). Auch θώρακες, Archimel. 1 (<i>APP</i> 15), von der dreifachen Balkenverbindung des Schiffes.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρι-]]έλικτος, ον,<br />[[thrice]] [[coiled]], Orac. ap. Hdt., Anth.
|mdlsjtxt=[[τρι-]]έλικτος, ον,<br />[[thrice]] [[coiled]], Orac. ap. Hdt., Anth.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]] [[gewunden]]</i>, [[Beiwort]] einer [[Schlange]], Orak. bei Her. 6.77; [[ἰχνοπέδη]], <i>dreidrähtige [[Schlinge]]</i>, Antip.Sid. 17 (IV.109); τριέλικτον [[νῆμα]] δινεῦσαι μοῖραι, <i>den die drei [[Parzen]] [[drehen]], [[spinnen]]</i>, 70 (VII.14). Auch θώρακες, Archimel. 1 (<i>APP</i> 15), von der dreifachen Balkenverbindung des Schiffes.
}}
}}

Revision as of 12:46, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριέλικτος Medium diacritics: τριέλικτος Low diacritics: τριέλικτος Capitals: ΤΡΙΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: triéliktos Transliteration B: trieliktos Transliteration C: trieliktos Beta Code: trie/liktos

English (LSJ)

ον, (ἑλίσσω) thrice coiled, ὄφις Orac. ap. Hdt.6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ AP6.110 (Leon. or Mnasalc.); τ. ἰχνοπέδαν a noose of three threads, ib.109 (Antip.); τ. νῆμα (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); τ. θώρακες, of three 'crow's-nests' (cf. θωράκια Moschio ap.Ath.5.208e), App.Anth.3.82.9 (Archimelus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se replie ou s'enroule trois fois sur soi-même.
Étymologie: τρίς, ἑλίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] met drie kronkels.

German (Pape)

dreimal gewunden, Beiwort einer Schlange, Orak. bei Her. 6.77; ἰχνοπέδη, dreidrähtige Schlinge, Antip.Sid. 17 (IV.109); τριέλικτον νῆμα δινεῦσαι μοῖραι, den die drei Parzen drehen, spinnen, 70 (VII.14). Auch θώρακες, Archimel. 1 (APP 15), von der dreifachen Balkenverbindung des Schiffes.

Russian (Dvoretsky)

τρῐέλικτος:
1 втрое свернувшийся (ὄφις Her.);
2 трижды изгибающийся (Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.);
3 втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον νῆμα Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές
2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» — βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.)
β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυ-έλικτος].

Greek Monotonic

τριέλικτος: -ον, αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί τρεις φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τριέλικτος: -ον, (ἑλίσσω) ὁ τρεῖς ἑλιγμοὺς σχηματίζων, ὄφις Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. ὕδωρ Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. ἰχνοπέδη, βρόχος ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, αὐτόθι 107· τρ. νῆμα (τῶν Μοιρῶν), αὐτόθι 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, αὐτόθι ἐν παραρτ. 15.

Middle Liddell

τρι-έλικτος, ον,
thrice coiled, Orac. ap. Hdt., Anth.