σύζευξις: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />état d'animaux attelés au même joug ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[union par mariage]];<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de ch.</i> union étroite, combinaison.<br />'''Étymologie:''' [[συζεύγνυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />état d'animaux attelés au même joug ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[union par mariage]];<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de ch.</i> [[union étroite]], [[combinaison]].<br />'''Étymologie:''' [[συζεύγνυμι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:39, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύζευξις Medium diacritics: σύζευξις Low diacritics: σύζευξις Capitals: ΣΥΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: sýzeuxis Transliteration B: syzeuxis Transliteration C: syzefksis Beta Code: su/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A a being yoked together, especially of wedded union, Pl.Lg.930b, Arist.Pol.1253b10, 1335a10. 2 of things, close union, combination, Hp.Art.14, Pl.R.508a, Thphr.Sens.73; ὁ τῆς σ. τῆς τούτων ἀριθμός the number of their combinations, Arist.Pol.1290b32; τοσαῦτ' εἴδη . . ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων ib.36; αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ. the confinement of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84. b κατὰ σύζευξιν, of an army marching in parallel columns, Ascl.Tact.11.2.

German (Pape)

[Seite 972] ἡ, Zusammenjochung, Verbindung, bes. durch die Ehe, Plat. Rep. VI, 508 a Legg. XI, 930 b.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
état d'animaux attelés au même joug ; d'où
1 union par mariage;
2 p. ext. en parl. de ch. union étroite, combinaison.
Étymologie: συζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.

Russian (Dvoretsky)

σύζευξις: εως ἡ
1 сопряженность, сочетание, связь, Plat., Arst.;
2 супружество, брак Plat., Arst.;
3 мат. отношение (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).

Greek Monotonic

σύζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη, το να είναι ζεμένος κάποιος στον ίδιο ζυγό μαζί με κάποιον άλλο, ζευγάρωμα, συνένωση, σύζευξη, ιδίως λέγεται για τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, στενή σύνδεση, συνδυασμός, συζυγία, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σύζευξις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ὁμοῦ συνεζευγμένος, μάλιστα ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ ἕνωσις, συναφή, συνένωσις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ ἀριθμὸς τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων αὐτόθι πρβλ. διάμετρος, συνδυασμός.

Middle Liddell

σύζευξις, εως, [from συζεύγνῡμι]
a being yoked together, especially of wedded union, Plat.:—of things, close union, combination, Plat.

English (Woodhouse)

joining together

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)