κρῖμα: Difference between revisions
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[objet d'une contestation]], [[contestation]], [[querelle]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> jugement, décision.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[objet d'une contestation]], [[contestation]], [[querelle]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[jugement]], [[décision]].<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:39, 6 December 2022
German (Pape)
[Seite 1509] τό, so ist die Quantität bei Aesch.; Nonn. par. 9, 176 braucht ι kurz, u. so findet sich oft κρίμα geschrieben; die Entscheidung, das Urtheil; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. Suppl. 392, wo ι lang ist; ἐγκαλοῦντες τοῖς κρίμασι ὡς παραβεβραβευμένοις Pol. 24, 1, 12; Sp., wie N. T., auch = Verurtheilung, παρέδωκαν αὐτον εἰς κρῖμα θανάτου Ev. Luc. 24, 20. – Bei den LXX auch = gesetzliche Bestimmung, Gesetz.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet d'une contestation, contestation, querelle;
2 p. ext. jugement, décision.
Étymologie: κρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρῖμα -ατος, τό, later κρίμα [κρίνω] poët. kwestie, zaak:; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα de kwestie is niet gemakkelijk te beslissen Aeschl. Suppl. 397; rechtsgeschil. beslissing, oordeel, veroordeling.
Russian (Dvoretsky)
κρῖμα: ατος τό κρίνω решение, приговор, тж. суждение Polyb., NT, Chrysippus ap. Plut., Sext.: οὐκ εὔκριτον τὸ κ. Aesch. решение (тут) нелегко.
Greek Monotonic
κρῖμα: -ατος, τό (κρίνω),
1. απόφαση, κρίση, σε Καινή Διαθήκη· ποινή, καταδίκη, στον ίδ.
2. ζήτημα προς κρίση, υπόθεση νομική, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῖμα: τό, (κρίνω) ἀπόφασις, κρίσις, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· ἀπόφασις καταδικαστική, καταδίκη, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, ζήτημα, οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· δίκη, Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = κρίσις, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ ὅμως ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα μετὰ ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.
Middle Liddell
κρῖμα, ατος, τό, κρίνω
1. a decision, judgment, NTest.: sentence, condemnation, NTest.
2. a matter for judgment, law-suit, NTest.