γαλαθηνός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui tète encore, <i>càd</i> tout jeune, tendre, délicat.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], R. θα <i>ou</i> θη, sucer, téter. | |btext=ή, όν :<br />qui tète encore, <i>càd</i> [[tout jeune]], [[tendre]], [[délicat]].<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], R. θα <i>ou</i> θη, sucer, téter. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:40, 6 December 2022
English (LSJ)
ή, όν, sucking, young, tender, νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.51; τέκος Simon.52; ἄρνες Theoc.18.41, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός) ; ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1; ὗς Pherecr.28, cf. Arist.HA603b25; βρέφη Clearch.17, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)
Spanish (DGE)
(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν
• Grafía: graf. -θεινός SIG 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)
1 de anim. de leche, lechal νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX Si.46.16, 1Re.7.9, I.AI 6.25, IEryth.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.Aff.43, SIG l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.HA 603b25, ἔριφοι PCair.Zen.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.L.219, γ. (δέλφαξ) ἀπὸ γάλακτος lechón, DP 4.46, cf. POxy.3634.15 (V d.C.).
2 de niños lactante, niño de pecho τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.
German (Pape)
[Seite 470] όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – θαώ, θῆσθαι, θήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαθηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui tète encore, càd tout jeune, tendre, délicat.
Étymologie: γάλα, R. θα ou θη, sucer, téter.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαλαθηνός -ή -όν γάλα, θῆσθαι melk zuigend, teer, pasgeboren:. νεβροὺς... νεηγενέας γαλαθηνούς pasgeboren, melk zuigende hertjes Od. 4.336.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλᾰθηνός: питающийся (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; ἄρνες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλαθηνός: -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, νέος, τρυφερός, νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· τέκος Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32.
English (Autenrieth)
(θῆσθαι): milk-sucking, sucking; νεβροί, Od. 4.336 and Od. 17.127.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γαλαθηνός, -ή, -όν)
(για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη-, θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) -νο-ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός, τιθήνη)].
Greek Monotonic
γᾰλᾰθηνός: -ή, -όν (γάλα, θάω), αυτός που θηλάζει, νεαρός, τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· γαλαθηνά (ενν. πρόβατα), σε Ηρόδ.
Middle Liddell
γάλα, θάω]
sucking, young, tender, Od., Theocr.; γαλαθηνά (sc. πρόβατα), Hdt.