μανύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_23)
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=manu/w
|Beta Code=manu/w
|Definition=μᾱν-ῡτής, μᾱν-ῡτικός, μᾱν-ῡσις, Dor. for μην-.
|Definition=μᾱν-ῡτής, μᾱν-ῡτικός, μᾱν-ῡσις, Dor. for μην-.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[μηνύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾱνύω''': μᾱνῡτής, μάνῡσις, Δωρ. ἀντὶ [[μηνύω]], [[μηνυτής]], [[μήνυσις]].
|lstext='''μᾱνύω''': μᾱνῡτής, μάνῡσις, Δωρ. ἀντὶ [[μηνύω]], [[μηνυτής]], [[μήνυσις]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>μᾱνῠω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[declare]] ὣς [[ἄρα]] μάνυε (O. 6.52) ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] [[δόξας]] [[οἶον]] ἀποιχομένων [[ἀνδρῶν]] δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς (P. 1.93) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (''[[sc.]]'' Χρομίος: “donne le signale du [[chant]].” Puech) (N. 9.4) [μανύων (codd.: ματεῖσ Schr.: ματεύοισ Turyn) *fr. 107a. 5.*]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[point]] [[out]], [[make]] [[known]] [[οἷς]] [[δῶμα]] Φερσεφόνας μανύων [[Ἀχιλεύς]] ([[οἷς]] σημαίνων τὸν Ἅιδην ἀντὶ τοῦ οὓς ἀναιρῶν. Σ.) (I. 8.55)
}}
{{grml
|mltxt=[[μανύω]] (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μηνύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾱνύω:''' Δωρ. αντί [[μηνύω]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], dor. = [[μηνύω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱνύω Medium diacritics: μανύω Low diacritics: μανύω Capitals: ΜΑΝΥΩ
Transliteration A: manýō Transliteration B: manyō Transliteration C: manyo Beta Code: manu/w

English (LSJ)

μᾱν-ῡτής, μᾱν-ῡτικός, μᾱν-ῡσις, Dor. for μην-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μηνύω.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱνύω: μᾱνῡτής, μάνῡσις, Δωρ. ἀντὶ μηνύω, μηνυτής, μήνυσις.

English (Slater)

μᾱνῠω
   a declare ὣς ἄρα μάνυε (O. 6.52) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς (P. 1.93) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρομίος: “donne le signale du chant.” Puech) (N. 9.4) [μανύων (codd.: ματεῖσ Schr.: ματεύοισ Turyn) *fr. 107a. 5.*]
   b point out, make known οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (οἷς σημαίνων τὸν Ἅιδην ἀντὶ τοῦ οὓς ἀναιρῶν. Σ.) (I. 8.55)

Greek Monolingual

μανύω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηνύω.

Greek Monotonic

μᾱνύω: Δωρ. αντί μηνύω.

German (Pape)

[ᾱ], dor. = μηνύω.