διαμνημονεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, $3, acc.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 ,  :")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, τι qch;<br /><b>II.</b> [[rappeler le souvenir]] :<br /><b>1</b> transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c'est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, <i>etc.</i><br /><b>2</b> [[rappeler le souvenir]], [[mentionner]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μνημονεύω]].
|btext=<b>I.</b> [[conserver le souvenir de]], [[se rappeler]] : τινός, τι qch;<br /><b>II.</b> [[rappeler le souvenir]] :<br /><b>1</b> transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c'est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, <i>etc.</i><br /><b>2</b> [[rappeler le souvenir]], [[mentionner]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μνημονεύω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 08:44, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμνημονεύω Medium diacritics: διαμνημονεύω Low diacritics: διαμνημονεύω Capitals: ΔΙΑΜΝΗΜΟΝΕΥΩ
Transliteration A: diamnēmoneúō Transliteration B: diamnēmoneuō Transliteration C: diamnimoneyo Beta Code: diamnhmoneu/w

English (LSJ)

A remember distinctly, abs., Hdt.3.3, Lys.23.16, Antipho 5.54; c. gen. pers., Pl.Smp.180c; τι X.Mem.1.3.1, Phld.Mort.30, Plu.Sol.3, etc.:—Pass., διὰ τούτων διαμνημονεύονται D.S.12.13. 2 mention, record, Th.1.22; διαμνημονεύεται ἔχων he is mentioned as having, X.Cyr.1.1.2. 3 call to mind, τι Pl.Epin.976c.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. διαμναμ- IG 5(1).932.9 (Laconia)
1 recordar, acordarse de c. gen. pers. ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε Pl.Smp.180c, οὐδαμοῦ Δημοκρίτου D.L.9.40, c. ac. de cosa τὸ πρόσφορον Pl.Epin.976c, ἃς (προφάσεις) ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν Aeschin.3.203, τούτων δὴ γράψω ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω X.Mem.1.3.1, cf. Antipho 5.54, ὀροφάς τινας Thphr.HP 5.3.7, τὰ δὲ νῦν ἐν βραχεῖ μαθόντες διαμνημονεύωμεν Plu.2.404b, τὸν ἐθισμόν Plu.2.83b, cf. Phoc.29, γάμον Aristaenet.1.10.41
c. or. complet. o interr. δ. ὅτι recordar que I.AI 6.89, ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ ἄλφα Aen.Tact.31.18
c. part. ἐγὼ διαμνημονεύω σοφοῦ τινος ἀκούσας recuerdo habérselo escuchado a un sabio Luc.Par.4, en v. pas. οἱ <μὲν> τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται D.S.12.13, c. part. pred. φύσιν ... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται X.Cyr.1.2.2
abs. διαμνημονεύοντα οὕτω conservando un recuerdo tal Hdt.3.3, ἐὰν γὰρ διαμνημονεύητε Lys.23.16, καθ' ὅσον ἔχω διαμνημονεύειν en tanto en cuanto yo puedo recordar Hld.3.3.1.
2 de palabras traer a la memoria, mencionar, reproducir χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί Th.1.22, τὰ μὲν τούτου διαμνημονεύουσιν οἱ πολλοί D.Chr.72.11, τὴν (τοῦ ἔπους) ἀρχήν Plu.Sol.3, λόγους εἰρημένους αὐτοῖς διαμνημονεύουσι Luc.Nigr.7.

German (Pape)

[Seite 590] ins Gedächtniß zurückrufen, τινί τι, Plat. Epin. 976 c; gedenken, Tim. 22 b; abs., Her. 3, 3; τινός, Plat. conv. 180 c; τί, Xen. Mem. 1, 3, 1; erwähnen, Antiph. 5, 54; Lys. 23, 16; τί, Luc. Nigr. 7; Plut. Sol. 3, 18 u. öfter; διαμνημονεύεται ἔχων, man erwähnt, daß er hat, Xen. Cyr. 1, 2, 2; – Sp.

French (Bailly abrégé)

I. conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, τι qch;
II. rappeler le souvenir :
1 transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c'est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, etc.
2 rappeler le souvenir, mentionner, acc..
Étymologie: διά, μνημονεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μνημονεύω zich herinneren, met gen.:; ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε (personen) die hij zich niet zo goed herinnerde Plat. Smp. 180c; met acc.:; ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω al wat ik me kan herinneren Xen. Mem. 1.3.1; pass., met NcP vermeld worden:. φύσιν... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται er wordt vermeld dat hij dergelijke eigenschappen had Xen. Cyr. 1.2.2.

Russian (Dvoretsky)

διαμνημονεύω:
1 отчетливо вспоминать, припоминать (τινός Her., Thuc., Plat. и τι Xen., Plut., Luc.);
2 упоминать, передавать (τι Plut.): φύσιν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μορφῆς τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται Xen. о его характере и внешности говорится следующее;
3 напоминать (τινί τι Plat.);
4 твердо помнить Lys.: τὸν διαμνημονεύοντα ποιήσασθαι τὴν ἐπ᾽ Αἴγυπτον στρατηΐην Her. (говорят, что Камбис), помня об этом, пошел войной на Египет.

Greek Monolingual

διαμνημονεύω (AM)
1. θυμάμαι καλά
2. σημειώνω, καταγράφω
3. αναπολώ.

Greek Monotonic

διαμνημονεύω: μέλ. -σω,
1. ανακαλώ στη μνήμη, θυμάμαι, σε Ηρόδ.· με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.
2. καταγράφω, αναφέρω, σε Θουκ. — Παθ., διαμνημονεύεται ἔχειν, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαμνημονεύω: ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 3, Λυσ. 168. 4· τινὸς Πλάτ. Συμπ. 180C· τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1, Πλούτ. Σολ. 3, κτλ. - Παθ., διὰ τούτων διαμνημονεύονται Διόδ. 12. 13. 2) ἀναφέρω, Λατ. commemorare, τι Ἀντιφῶν 135. 37, Θουκ. 1. 22· διαμνημονεύεται ἔχων, ἀναφέρεται ὡς ἔχων, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2. ΙΙ. ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην τινός, τινί τι Πλάτ. Ἐπιν. 976C.

Middle Liddell

fut. σω
1. to call to mind, remember, Hdt.; c. gen., Plat.; c. acc., Xen., etc.
2. to record, mention, Thuc.: Pass., διαμνημονεύεται ἔχειν he is mentioned as having, Xen.