ἀγκάς: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Cf\. ([\p{Greek}\s]+)\." to "Cf. $1.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[en brazos]] ἔχε δ' [[ἀγκάς]] ἄκοιτιν <i>Il</i>.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε <i>Il</i>.14.346, Nonn.<i>D</i>.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν <i>Il</i>.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός <i>Od</i>.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν <i>Il</i>.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν <i>Il</i>.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων <i>Epic.Alex.Adesp</i>.8.3.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. ἀγκών. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[en brazos]] ἔχε δ' [[ἀγκάς]] ἄκοιτιν <i>Il</i>.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε <i>Il</i>.14.346, Nonn.<i>D</i>.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν <i>Il</i>.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός <i>Od</i>.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν <i>Il</i>.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν <i>Il</i>.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων <i>Epic.Alex.Adesp</i>.8.3.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀγκών]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:51, 10 December 2022
English (LSJ)
[ᾰς], Adv. into or in the arms, ἔχε δ ἀ. ᾰκοιτιν Il.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276; ἀ. ἔμαρπτε Il.14.346; ἀ. ἐλάζετο θνγατέρα ἥν 5.371; τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός Od.7.252; ἀ. δ ἀλλήλων λαβέτην (of wrestlers) Il.23.711.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. en brazos ἔχε δ' ἀγκάς ἄκοιτιν Il.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε Il.14.346, Nonn.D.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν Il.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός Od.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν Il.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν Il.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων Epic.Alex.Adesp.8.3.
• Etimología: Cf. ἀγκών.
German (Pape)
[Seite 14] (vgl. ἀγκών, ἀγκάλη), in die Arme, in den Armen, Hom. ἀ. ἑλεῖν Iliad. 24, 227 Od. 7, 252, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν liad. 23, 711, ἀ. ἐλάζετο 5, 371, ἀ, ἔμαρπτε 14, 346, ἔχε δ' ἀγκάς 14, 353; – Theocr. 8, 55, wie auch Mel. 5 (XII, 95); M. Arg. 19 (XI, 28) u. a. Sp. D. – Unrichtig gebildet ist ἀγκάσι Opp. H. 2, 315; Strat. 42 (XII, 200).
French (Bailly abrégé)
adv.
dans ou sur les bras.
Étymologie: R. Ἀγκ, courber, cf. ἀγκών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγκάς [~ ἀγκών adv., in de armen.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκάς: (ᾰς) adv.
1 в объятиях (ἔχειν τινά Hom., Theocr., Anth.);
2 в объятия (ἑλεῖν τινα и τι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκάς: [ᾰ], ἐπίρρ., εἰς τὴν ἀγκάλην, ἢ ἐν ἀγκάλαις, ἔχε δ’ ἀγκὰς ἄκοιτον, Ἰλ. Ξ. 353, πρβλ. Θεόκρ. 8. 55, Ἀπολλ. Ῥόδ. 1. 276· ἀγκὰς ἔμαρπτε, αὐτόθ. 346· ἀγκὰς ἀλάζετο θυγατέρα ἣν, Ἰλ. Ε. 371· τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νεός, Ὀδ. Η. 252· ἀγκὰς δ’ ἀλλήλων λαβέτην, (ἐπὶ παλαιστῶν), Ἰλ. Ψ. 711: πρβλ. ἄγκαθεν· (Πιθ. ἀντὶ ἀγκάζε ἐκ τοῦ ἀγκὴ = ἀγκάλη).
English (Autenrieth)
adv.: into or in the arms, with ἔχε, ἐλάζετο, etc.
Greek Monotonic
ἀγκάς: [ᾰς], επίρρ., μέσα στην αγκαλιά, σε Όμηρ., Θεόκρ.