ἀντέρεισις: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
mNo edit summary |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως | |lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως αὐτοῦ, Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:34, 11 December 2022
English (LSJ)
εως, ἡ,
A thrusting against, resistance, Hp.Art. 50; esp. the fulcrum or resistance used in reducing a dislocation, ib. 2; of joints, Arist.IA705a14; λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος by its resistance, Plu.Lys.12; forward pressure, Ael.Tact.18.8; repulsion, Plu.2.396a, cf. Ph.1.153, Plot.4.3.26(pl.).
II Rhet., buttressing, mutual support, of clauses in a period, Demetr.Eloc.12.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Art.50]
I 1ret. apoyo, soporte de las frases de un período οὐκ ἔχουσιν σύνδεσιν οὐδ' ἀντέρεισιν Demetr.Eloc.12.
2 presión, empuje ἀμφιφλασθείσης ... τῆς σαρκὸς ... ὑπὸ ἀντερείσιος Hp.Art.50, (οἱ ἵπποι) οὐδὲν γὰρ συμβάλλονται πρὸς τὴν σφοδρότητα τῆς ἀντερείσεως Ael.Tact.18.8, ref. a las imágenes que se fijan en el alma οὐδ' ἀντερείσεις ἢ τυπώσεις Plot.4.3.26, ἐπὶ δὲ τῶν νοήσεων τίς ἡ ἀντέρεισις λέγοιτο ἄν; en el caso del pensamiento ¿de qué tipo de fuerza física cabría hablar? Plot.4.3.26.
3 rechazo (ἀέρα) τόνον ἔχοντα διὰ τὴν ἀπὸ τῶν ὀρῶν ἀνάκλασιν καὶ ἀντέρεισιν el aire al tener fuerza por reflexión y rechazo de las montañas Plu.2.396a.
II resistencia de los huesos en la reducción de una fractura, Hp.Art.2, (ἀέρα) τῇ ἀντερείσει ἀσθενέστερον ἐκείνου Arist.Pr.915a2, ἐὰν ... μηδεμίαν ἔχῃ τοῖς κινουμένοις ἀντέρεισιν si (el punto de apoyo) no ofreciese ninguna resistencia a los seres que se mueven Arist.IA 705a11, ἀντέρεισις πρὸς ἄλληλα de las partes que forman las articulaciones, Arist.IA 705a14, (ἄστρα) λάμπειν μὲν ἀντερείσει ... τοῦ αἰθέρος que (los astros) brillan por resistencia del éter Plu.Lys.12, ἐσθλαὶ πρὸς τὴν ἀντέρεισιν (las dos densidades) capaces de oponer resistencia (al peso de la tierra), Epicur.Fr.[26] 42.13, cf. Ph.1.153.
German (Pape)
[Seite 247] ἡ, das Entgegenstämmen, Hippocr.; Plut. Num. 9 u. oft, der Widerstand.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
résistance d'une chose appuyée sur une autre.
Étymologie: ἀντερείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντέρεισις: εως ἡ
1 сопротивление (πρὸς ἄλληλα Arst.; τοῦ αἰθέρος Plut.);
2 отталкивание (ἀπό τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι ἐναντίον τινός, ἀντίστασις, ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ ὑπομόχλιον ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, αὐτόθι 780· κατὰ τὸ βάδισμα, Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως αὐτοῦ, Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
Greek Monolingual
ἀντέρεισις, η (Α)
1. πίεση ή ώθηση προς την αντίθετη κατεύθυνση
2. πίεση προς τα εμπρός
3. αμοιβαία στήριξη.
Greek Monotonic
ἀντέρεισις: -εως, ἡ, αντίσταση, αντιπίεση, σε Πλούτ.