στόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />gémissement ; <i>qqf en parl. du</i> bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[στένω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[gémissement]] ; <i>qqf en parl. du</i> bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[στένω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στόνος -ου, ὁ [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 ( lyr. ).
|elnltext=στόνος -ου, ὁ [στένω] [[gezucht]], [[gekreun]], [[gejammer]]; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 ( lyr. ).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[στένω]]): sighing, groaning.
|auten=([[στένω]]): [[sighing]], [[groaning]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 42: Line 42:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[στεναγμός]], [[θρῆνος]]). Ἀπό τό [[στένω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[στεναγμός]], [[θρῆνος]]). Ἀπό τό [[στένω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[groaning]]===
Finnish: valittava; German: [[ächzend]], [[stöhnend]]; Spanish: [[gemidor]], [[gemebundo]]; Turkish: inleyerek, sızlanarak
===[[lamentation]]===
Armenian: ողբ; Bulgarian: тъга, печал; Dutch: [[geklaag]], [[geweeklaag]], [[klagen]], [[weeklagen]]; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen; Irish: acaoineadh; Italian: [[lamento]]; Latin: [[lamentatio]]; Polish: lament, lamentacja; Romanian: lamentare, lamentație; Russian: [[стенание]]
}}
}}

Revision as of 11:31, 1 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόνος Medium diacritics: στόνος Low diacritics: στόνος Capitals: ΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: stónos Transliteration B: stonos Transliteration C: stonos Beta Code: sto/nos

English (LSJ)

ὁ, (στένω) sighing or groaning, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Il.4.445; αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν 19.214; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, Od.22.308; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων 23.40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος A.Th.900 (lyr.); στόνον σαυτοῦ ποεῖ; S.Ph.752; in plural, A.Th.146 (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί S.Ant. 592 (lyr.): rare in Prose, Th.7.71.

German (Pape)

[Seite 949] ὁ, das Stöhnen, Seufzen; Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν, Il. 4, 145; στόνος ὤρνυτ' ἀεικής, 10, 483, u. öfter; στόνον οἶον ἄκουον κτεινομένων, Od. 23, 40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, Aesch. Spt. 882, vgl. 132; Soph. Phil. 742 u. öfter; auch vom Brausen des Meeres, der Brandung, Ant. 588; u. in Prosa, neben οἰμωγή, Thuc. 7, 71.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gémissement ; qqf en parl. du bruit de la mer.
Étymologie: στένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόνος -ου, ὁ [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 ( lyr. ).

Russian (Dvoretsky)

στόνος:
1 стон, рыдание Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;
2 гул, рев (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).

English (Autenrieth)

(στένω): sighing, groaning.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ' ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ.
β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον- του στένω (πρβλ. λέγω: λόγος)].

Greek Monotonic

στόνος: ὁ (στένω), στεναγμός, γογγυσμός, θρήνος, βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στόνος: ὁ, (στένω) στεναγμός, γογγυσμός, θρῆνος, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· αἷμα καὶ ἀργαλέος στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ ἀεικής Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον σαυτοῦ ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.

Middle Liddell

στόνος, ὁ, στένω
a sighing, groaning, lamentation, Hom.; of the sea, Soph.

English (Woodhouse)

lamentation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=στεναγμός, θρῆνος). Ἀπό τό στένω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

groaning

Finnish: valittava; German: ächzend, stöhnend; Spanish: gemidor, gemebundo; Turkish: inleyerek, sızlanarak

lamentation

Armenian: ողբ; Bulgarian: тъга, печал; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio; Polish: lament, lamentacja; Romanian: lamentare, lamentație; Russian: стенание