seguro: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(3) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[εἰ]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]] | |sltx=[[εἰ]], [[εἰ μή]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]], [[ἐκ τοῦ ἀκινδύνου]], [[ἐν ἀκινδύνῳ]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 6 January 2023
Spanish > Greek
εἰ, εἰ μή, βάσιμος, ἀδεής, ἀμετανόητος, ἀκηδής, δυσπερίτρεπτος, ἀξιόπιστος, ἀραρίσκω, ἀτρεκής, ἀσφαλής, βέβαιος, ἀλανής, ἀσάλευτος, ἀπήμων, ἀκατάφθορος, ἀδιάδραστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάπταιστος, ἀκίνδυνος, ἀμετάπειστος, ἀπρόπτωτος, ἄπτωτος, ἀπροφάσιστος, ἄκλοπος, ἄπταιστος, ἔγγυος, ἐνέχυρος, διαβεβαιωτικός, ἀστέμβακτος, ἀνεπισφαλής, ἑδράστερος, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου, ἐν ἀκινδύνῳ