σπινθηρίζω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire jaillir des étincelles.<br />'''Étymologie:''' [[σπινθήρ]]. | |btext=[[faire jaillir des étincelles]].<br />'''Étymologie:''' [[σπινθήρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:00, 8 January 2023
English (LSJ)
A emit sparks, Thphr.HP3.8.7. II cause the emission of sparks, Id.Sign.19, Plu.2.893d.
German (Pape)
[Seite 922] Funken von sich geben, sprühen; Pherecrat. bei B. A. 361; Plut. plac. phil. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
faire jaillir des étincelles.
Étymologie: σπινθήρ.
Russian (Dvoretsky)
σπινθηρίζω: вызывать искры Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθηρίζω: ἐκπέμπω σπινθῆρας, σπιθοβολῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7, π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 19· οὕτω σπινθηριάω, Θεόδ. Πρόδρ.· σπινθηρακίζω, Νικήτ. Χρον. 17D. ΙΙ. προξενῶ τὴν ἐκπομπὴν σπινθήρων, Πλούτ. 2. 893C.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σπινθήρ(ας)]
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ
νεοελλ.
1. (για κρασί) σπιθίζω
2. φρ. «σπινθηρίζον πνεύμα» — πνεύμα που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό
αρχ.
προκαλώ την εκπομπή σπινθήρων, κάνω κάτι να σπιθοβολεί.