ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tendre une embuscade à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]]. | |btext=[[tendre une embuscade à son tour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:02, 8 January 2023
English (LSJ)
form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.
Spanish (DGE)
maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
•abs. Th.3.12.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιβουλεύω:
1 со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ μᾶλλον ἢ ἀ. Thuc.);
2 устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.
Greek Monolingual
ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντεπιβουλεύω: μέλ. -σω, κάνω επίβουλα σχέδια ως ανταπόδοση, σε Θουκ.