δήλωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />moyen de faire connaître.<br />'''Étymologie:''' [[δηλόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[moyen de faire connaître]].<br />'''Étymologie:''' [[δηλόω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήλωμα Medium diacritics: δήλωμα Low diacritics: δήλωμα Capitals: ΔΗΛΩΜΑ
Transliteration A: dḗlōma Transliteration B: dēlōma Transliteration C: diloma Beta Code: dh/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, a means of making known, τινός Pl.Lg.792a, Plu.2.78e, etc.: pl., ib. 62d.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
A lingüíst., en las teorías semán.
I gestual manifestación, expresión c. gen. δ. του ... ἐγίγνετο, μιμησαμένου ... τοῦ σώματος ἐκεῖνο ὃ ἐβούλετο δηλῶσαι se producía una expresión de ello (el galope de un caballo) imitando el cuerpo lo que se quería mostrar Pl.Cra.423a, τοῖς ... παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ καὶ βοαί Pl.Lg.792a.
II verbal
1 representación, medio de expresión o descripción oral o por escrito δ. συλλαβαῖς καὶ γράμμασι πράγματος ὄνομα εἶναι Pl.Cra.433b, cf. 423b, 433d, δ. καὶ σύμβολον τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πάντων Plu.2.391c, cf. 683e, σύμβολον καὶ τοῦτο λέγων αὐτῆς (ἀρχῆς), ἀλλ' οὐ δ. τι οἰκεῖον usando éste (término) como símbolo de este (principio) y no como descripción propia Dam.Pr.46
significante op. σημαινόμενονsignificado’, Dam.Pr.62.
2 información, noticias δηλώματός μοι παρα τῆς γυναικωνίτιδος ἥκοντος Gr.Nyss.V.Macr.p.411.23
declaración, revelación πέμπει τοῖς ἀδελφοῖς ἑαυτοῦ τὰ δηλώματα, λέγων ὅτι· Gr.Nyss.Ref.Eun.346.16.
B 1representación artística o figurativa οὕτω ... αἰσθήσεως συνείπετο δ. así de perfecta era la representación de su mirada (de una estatua), Callistr.2, τῆς οὐρανίου καὶ αἰθερίου φύσεως Eus.PE 3.7.5.
2 signo, evidencia, prueba προκοπῆς Plu.2.77d, cf. 2.78e, φιλίας Plu.2.62d.

German (Pape)

[Seite 561] τό, Erklärung, Kundmachung; τοῖς παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ κα ὶ βοαί Plat. Legg. VII, 792 a; öfter im Crat.; auch im plur., Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
moyen de faire connaître.
Étymologie: δηλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήλωμα -ατος, τό [δηλόω] verduidelijking.

Russian (Dvoretsky)

δήλωμα: ατος τό (при)знак, показатель, свидетельство (τοῖς παιδίοις τὸ δ. κλαυμοναὶ καὶ βοαί Plat.; ἀληθινῆς φιλίας δηλώματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δήλωμα: τό, μέσον πρὸς δήλωσιν ἢ φανέρωσιν, Πλάτ. Νόμ. 792Α. κτλ., Πλούτ. Ἠθ. 78Ε, κατὰ πληθ. αὐτόθι 620, κλ.

Greek Monolingual

δήλωμα, το (Α) δηλώ
τρόπος, μέσο να κάνει κάποιος γνωστό κάτι, το φανέρωμα.