Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δαιταλεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(8)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=δαιτᾰλεύς
|Medium diacritics=δαιταλεύς
|Low diacritics=δαιταλεύς
|Capitals=ΔΑΙΤΑΛΕΥΣ
|Transliteration A=daitaleús
|Transliteration B=daitaleus
|Transliteration C=daitalefs
|Beta Code=daitaleu/s
|Definition=-έως, ὁ, [[banqueter]], [[ἄκλητος]] δαιταλεύς, of the [[eagle]] eating [[Prometheus]]' [[liver]], A. ''Pr.'' 1024; pl., ''Com.Adesp.'' 30 D; [[Δαιταλῆς]], play by [[Aristophanes]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(δαιτᾰλεύς) -έως<br />[[comensal]], [[partícipe de un banquete]] ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς <i>Com.Adesp</i>.115, dud. en <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un [[banquete]] [[público]] δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9<br /><b class="num">•</b>[[Δαιταλεῖς]] tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120<br /><b class="num">•</b>fig. del águila que devoraba a Prometeo [[ἄκλητος]] ἕρπων δ. πανήμερος A.<i>Pr</i>.1024.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0516.png Seite 516]] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0516.png Seite 516]] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />convive.<br />'''Étymologie:''' [[δαίτη]].
|btext=έως (ὁ) :<br />[[convive]].<br />'''Étymologie:''' [[δαίτη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιταλεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκλητος]] [[δαιταλεύς]]» (για τον αϊτό που έτρωγε το [[συκώτι]] του Προμηθέως, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>Δαιταλῆς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ευς</i> που προήλθε από [[δαίς]] (-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αλος</i> ([[πρβλ]]. [[δαιταλώμαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιταλεύς:''' -έως, ὁ ([[δαίνυμι]]), [[συμποσιαστής]], [[γλεντοκόπος]], συνδαιτημόνας, [[ομότροφος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
}}
}}
{{DGE
{{elnl
|dgtxt=(δαιτᾰλεύς) -έως<br />[[comensal]], [[partícipe de un banquete]] ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς <i>Com.Adesp</i>.115, dud. en <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9<br /><b class="num">•</b>Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120<br /><b class="num">•</b>fig. del águila que devoraba a Prometeo [[ἄκλητος]] ἕρπων δ. πανήμερος A.<i>Pr</i>.1024.
|elnltext=δαιταλεύς -έως, ὁ [δαίς] [[banketganger]], [[banketgast]]:. ἄκλητος δαιταλεύς ongenode banketgast (van de adelaar die de lever van Prometheus wegvreet) Aeschl. PV 1024.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιτᾰλεύς:''' έως ὁ [[участник пира]], [[сотрапезник]] Arph.: [[ἄκλητος]] δαιταλεύς Aesch. [[незваный гость]] (об орле, терзавшем печень Прометея).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δαίνυμι]]<br />a [[banqueter]], [[feaster]], Aesch., Ar.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=[[δαιταλεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκλητος]] [[δαιταλεύς]]» (για τον αϊτό που έτρωγε το [[συκώτι]] του Προμηθέως, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>Δαιταλῆς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ευς</i> που προήλθε από [[δαίς]] (-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαιταλώμαι]])].
|woodrun=[[guest at a feast]]
}}
}}

Latest revision as of 13:07, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτᾰλεύς Medium diacritics: δαιταλεύς Low diacritics: δαιταλεύς Capitals: ΔΑΙΤΑΛΕΥΣ
Transliteration A: daitaleús Transliteration B: daitaleus Transliteration C: daitalefs Beta Code: daitaleu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, banqueter, ἄκλητος δαιταλεύς, of the eagle eating Prometheus' liver, A. Pr. 1024; pl., Com.Adesp. 30 D; Δαιταλῆς, play by Aristophanes.

Spanish (DGE)

(δαιτᾰλεύς) -έως
comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
convive.
Étymologie: δαίτη.

Greek Monolingual

δαιταλεύς (-έως), ο (Α)
1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας
2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, Αισχ.)
3. Δαιταλῆς
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ευς που προήλθε από δαίς (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλώμαι)].

Greek Monotonic

δαιταλεύς: -έως, ὁ (δαίνυμι), συμποσιαστής, γλεντοκόπος, συνδαιτημόνας, ομότροφος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιταλεύς -έως, ὁ [δαίς] banketganger, banketgast:. ἄκλητος δαιταλεύς ongenode banketgast (van de adelaar die de lever van Prometheus wegvreet) Aeschl. PV 1024.

Russian (Dvoretsky)

δαιτᾰλεύς: έως ὁ участник пира, сотрапезник Arph.: ἄκλητος δαιταλεύς Aesch. незваный гость (об орле, терзавшем печень Прометея).

Middle Liddell

δαίνυμι
a banqueter, feaster, Aesch., Ar.

English (Woodhouse)

guest at a feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)