εὐδιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />trou de la sentine d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[εὔδιος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[trou de la sentine d'un navire]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔδιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιαῖος Medium diacritics: εὐδιαῖος Low diacritics: ευδιαίος Capitals: ΕΥΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: eudiaîos Transliteration B: eudiaios Transliteration C: evdiaios Beta Code: eu)diai=os

English (LSJ)

Adj., α, ον, caught in fair weather, τριγόλας Sophr. 67.

German (Pape)

[Seite 1061] ὁ, bei Plut. gymp. 7, 1, 2, nach Suid., ein Loch im Schiffsboden, zum Ablaufen des Wassers; vgl. Poll. 1, 92, wo εὐδίαιος steht. Nach Festus die Oeffnung in der Klystierspritze. Nach Hesych. = γυναικεῖον μόριον. – Dunkel ist τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον Sophron. bei Ath. VII, 324 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
trou de la sentine d'un navire.
Étymologie: εὔδιος.

Greek Monolingual

ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῖος)
νεοελλ.
πληθ. οι ευδίαιοι
α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια
β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές
αρχ.
1. διαμπερής οπή στην τρόπιδα του πλοίου για την εκροή του ακάθαρτου ύδατος του άντλου
2. (και ως επίθ.) εὐδιαῖος, -α, -ον
(για το ψάρι τριγόλας, μπαρμπούνι) αυτός που συνελήφθη κατά τη διάρκεια καλοκαιρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + κατάλ. -ιος. Ως ουσ. σημαίνει «την οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα ύδατα», διότι αυτή η οπή ανοιγόταν μόνο όταν ο καιρός ήταν καλός. Ως επίθ. του ψαριού τριγόλας «μπαρμπούνι» προσέλαβε τη σημασία του, γιατί το ψάρι αυτό αλιευόταν την καλοκαιρία].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιαῖος:отверстие для спуска трюмной воды Plut.