κυπελλομάχος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />où l'on combat la coupe à la main.<br />'''Étymologie:''' [[κύπελλον]], [[μάχομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />[[où l'on combat la coupe à la main]].<br />'''Étymologie:''' [[κύπελλον]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, at which they fight with cups, εἰλαπίνη AP 11.59 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1534] εἰλαπίνη, ein Schmaus, wobei mit Bechern gestritten, um die Wette getrunken wird, Maced. 19 (XI, 59).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on combat la coupe à la main.
Étymologie: κύπελλον, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
κῠπελλομάχος: (ᾰ) шутл. состязающийся в чашах, т. е. устраиваемый для состязания в пьянстве (εἰλαπίνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠπελλομάχος: -ον, ἐπὶ συμποσίου, κυπελλομάχος εἰλαπίνη, δηλ. καθ’ ἣν γίνεται μάχη, ἀγὼν κυπέλλων, Ἀνθ. Π. 11. 59.
Greek Monolingual
κυπελλομάχος, -ον (Α)
φρ. «κυπελλομάχος εἰλαπίνη» — το συμπόσιο κατά το οποίο γίνονταν συναγωνισμός ποιος θα πιει περισσότερα κύπελλα κρασί (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος, λεοντομάχος].
Greek Monotonic
κῠπελλομάχος: -ον (μάχομαι), εκεί όπου γίνεται μάχη για τα κύπελλα (πρβλ. το pugnare scyphis του Ορατίου), σε Ανθ.
Middle Liddell
κῠπελλο-μάχος, ον μάχομαι
at which they fight with cups (cf. Horace pugnare scyphis), Anth.