κυπελλομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on combat la coupe à la main.<br />'''Étymologie:''' [[κύπελλον]], [[μάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br />[[où l'on combat la coupe à la main]].<br />'''Étymologie:''' [[κύπελλον]], [[μάχομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπελλομάχος Medium diacritics: κυπελλομάχος Low diacritics: κυπελλομάχος Capitals: ΚΥΠΕΛΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: kypellomáchos Transliteration B: kypellomachos Transliteration C: kypellomachos Beta Code: kupelloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, at which they fight with cups, εἰλαπίνη AP 11.59 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 1534] εἰλαπίνη, ein Schmaus, wobei mit Bechern gestritten, um die Wette getrunken wird, Maced. 19 (XI, 59).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on combat la coupe à la main.
Étymologie: κύπελλον, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κῠπελλομάχος: (ᾰ) шутл. состязающийся в чашах, т. е. устраиваемый для состязания в пьянстве (εἰλαπίνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠπελλομάχος: -ον, ἐπὶ συμποσίου, κυπελλομάχος εἰλαπίνη, δηλ. καθ’ ἣν γίνεται μάχη, ἀγὼν κυπέλλων, Ἀνθ. Π. 11. 59.

Greek Monolingual

κυπελλομάχος, -ον (Α)
φρ. «κυπελλομάχος εἰλαπίνη» — το συμπόσιο κατά το οποίο γίνονταν συναγωνισμός ποιος θα πιει περισσότερα κύπελλα κρασί (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος, λεοντομάχος].

Greek Monotonic

κῠπελλομάχος: -ον (μάχομαι), εκεί όπου γίνεται μάχη για τα κύπελλα (πρβλ. το pugnare scyphis του Ορατίου), σε Ανθ.

Middle Liddell

κῠπελλο-μάχος, ον μάχομαι
at which they fight with cups (cf. Horace pugnare scyphis), Anth.