λευκόχρους: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />de couleur blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρόα]].
|btext=ους, ουν :<br />[[de couleur blanche]].<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρόα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχρους Medium diacritics: λευκόχρους Low diacritics: λευκόχρους Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: leukóchrous Transliteration B: leukochrous Transliteration C: lefkochrous Beta Code: leuko/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λευκόχροος.

German (Pape)

[Seite 35] οος, dasselbe, λευκόχροα κόμαν, weißes Haar, Eur. Phoen. 322.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ λευκόχρους, -ουν, Α και -οος, -οον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους].

Middle Liddell

λευκό-χρους, ουν χρόα
of white complexion: heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν Eur.