σαγηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne une seine de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[σαγήνη]].
|btext=α, ον :<br />[[qui concerne une seine de pêcheur]].<br />'''Étymologie:''' [[σαγήνη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηναῖος Medium diacritics: σαγηναῖος Low diacritics: σαγηναίος Capitals: ΣΑΓΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: sagēnaîos Transliteration B: sagēnaios Transliteration C: saginaios Beta Code: saghnai=os

English (LSJ)

α, ον, of a σαγήνη, AP6.23,192 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 857] zur σαγήνη gehörig; λίνον, Ep. ad. 128; Archi. 10 (VI, 23. 192).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne une seine de pêcheur.
Étymologie: σαγήνη.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηναῖος: идущий на изготовление сетей (λίνον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σαγηναῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σαγήνην, ἁλιευτικὸς, Ἀνθ. Π. 6, 23 καὶ 192.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ο σχετικός με τη σαγήνη, το μεγάλο αλιευτικό δίχτυ, αλιευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

σᾰγηναῖος: -α, -ον (σαγήνη), αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για ψάρεμα με τα δίχτυα, αλιευτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

σᾰγηναῖος, η, ον σαγήνη
of or for a drag-net, Anth.