ποτίκρανον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />oreiller.<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]] = [[πρός]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]).
|btext=ου (τό) :<br />[[oreiller]].<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]] = [[πρός]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίκρᾱνον Medium diacritics: ποτίκρανον Low diacritics: ποτίκρανον Capitals: ΠΟΤΙΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: potíkranon Transliteration B: potikranon Transliteration C: potikranon Beta Code: poti/kranon

English (LSJ)

Dor. form of πρόσκρ- (which is not found), = προσκεφάλαιον, cushion, Sophr.10, Com.Adesp.1372, Theoc.15.3.

German (Pape)

[Seite 689] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτίκρανον -ου, τό [ποτί, κρανίον] Dor., hoofdkussen.

Russian (Dvoretsky)

ποτίκρᾱνον: τό дор. Theocr. = * πρόσκρᾱνον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κρανον (< κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον].

Greek Monotonic

ποτίκρᾱνον: Δωρ. αντί πρόσ-κρᾱνον, προσκέφαλο, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκρᾱνον: Δωρ. τύπος οὗ ὁ κοινὸς τύπος πρόσκρ- εἶναι ἄχρηστος, = προσκεφάλαιον, Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.

Middle Liddell

[doric for πρόσκρᾱνον]
a cushion, Theocr.