ἱμερόφωνος: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la voix charmante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[φωνή]]. | |btext=ος, ον :<br />][[à la voix charmante]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[φωνή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:44, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, of lovely voice or song, ἀηδών Sapph.39, Alcm.26 (vulg. ἱεροφ-), Theoc.28.7.
German (Pape)
[Seite 1253] von lieblicher oder sehnsüchtiger Stimme; ἀηδών Sapph. 36; Χάριτες Theocr. 28, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]à la voix charmante.
Étymologie: ἵμερος, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
ἱμερόφωνος: (ῑμ) прелестно поющий (ἀηδών Sappho; Χάριτες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμερόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 (ἔνθα κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. ἡμερόφωνος.
Greek Monolingual
ἱμερόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύφωνος, πολύφωνος].
Greek Monotonic
ἱμερόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή ερωτική ή θελκτική, φωνή κατάλληλη για ερωτικό τραγούδι, σε Θεόκρ.