ὀρφανία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[situation d'orphelin]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сиротство]] Plat., Lys., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[недостаток]], [[отсутствие]] (τινός Pind., Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνία''': ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ.[[στέρησις]], [[ἔλλειψις]] ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.
|lstext='''ὀρφᾰνία''': ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. [[στέρησις]], [[ἔλλειψις]] ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />situation d’orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ (ὀρφᾰνός),<br /><b class="num">I.</b> [[ορφάνια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]] στεφάνων, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ (ὀρφᾰνός),<br /><b class="num">I.</b> [[ορφάνια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]] στεφάνων, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сиротство]] Plat., Lys., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[недостаток]], [[отсутствие]] (τινός Pind., Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]<br /><b class="num">I.</b> [[orphanhood]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[bereavement]], [[want]] of, στεφάνων Pind.
|mdlsjtxt=ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]<br /><b class="num">I.</b> [[orphanhood]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[bereavement]], [[want]] of, στεφάνων Pind.
}}
}}

Latest revision as of 17:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνία Medium diacritics: ὀρφανία Low diacritics: ορφανία Capitals: ΟΡΦΑΝΙΑ
Transliteration A: orphanía Transliteration B: orphania Transliteration C: orfania Beta Code: o)rfani/a

English (LSJ)

ἡ,
A orphanhood, Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in plural, Id.Cri.45d.
II bereavement, want of . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
situation d'orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνία:
1 сиротство Plat., Lys., Plut.;
2 недостаток, отсутствие (τινός Pind., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνία: ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. στέρησις, ἔλλειψις ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.

English (Slater)

ὀρφᾰνία want μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)

Greek Monolingual

και ορφανία και αρφάνια, η (Α ὀρφανία)
η στέρηση, λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων
νεοελλ.
η στέρηση του προστάτη κάποιου
αρχ.
έλλειψη, στέρησηὀρφανία στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρφανία < ὀρφανός. Ο τ. ορφάνια < αρχ. ὀρφανία ή υποχωρητ. σχημ. < ορφανεύω με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα ακριβός: ακρίβεια, βοηθός: βοήθεια, γυμνός: γύμνια].

Greek Monotonic

ὀρφᾰνία: ἡ (ὀρφᾰνός),
I. ορφάνια, σε Πλάτ.
II. στέρηση, έλλειψη στεφάνων, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]
I. orphanhood, Plat.
II. bereavement, want of, στεφάνων Pind.