λοίγιος: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[pernicieux]], [[funeste]].<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:12, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, (λοιγός) pestilent, deadly, λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310; λ. πῆμα A.R.1.469: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pernicieux, funeste.
Étymologie: λοιγός.
German (Pape)
ον, verderblich, Unheil bringend, tödlich; ἔργα, Il. 1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι, ich meine, es wird verderblich werden, 21.533; sp.D., στόνυξ, Lycophr. 795, πῆμα, Ap.Rh. 1.469.
Russian (Dvoretsky)
λοίγιος: губительный, пагубный (ἔργα Hom.): οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).
Greek (Liddell-Scott)
λοίγιος: -ον, (λοιγὸς) λοιμικός, θανατηφόρος, ὀλέθριος, λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὀλέθριον τὸ τέλος, Φ. 533., Ψ. 310· λ. πῆμα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.
English (Autenrieth)
(λοιγός): destructive, ruinous, deadly; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)
Greek Monolingual
λοίγιος, -ον (Α) λοιγός (I)]
1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια
ονομασία διαφόρων δηλητηρίων.
Greek Monotonic
λοίγιος: -ον (λοιγός), λοιμικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.