κινητήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui met en mouvement, qui agite.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
|btext=α, ον :<br />[[qui met en mouvement]], [[qui agite]].<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητήριος Medium diacritics: κινητήριος Low diacritics: κινητήριος Capitals: ΚΙΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kinētḗrios Transliteration B: kinētērios Transliteration C: kinitirios Beta Code: kinhth/rios

English (LSJ)

α, ον, = κινητικός, μύωψ A.Supp.307; ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. ib.448; τὸ κ. ladle, = κίνητρον, Sch.Ar.Eq.980.

German (Pape)

[Seite 1440] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui met en mouvement, qui agite.
Étymologie: κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητήριος -α -ον [κινητήρ] in beweging brengend.

Russian (Dvoretsky)

κῑνητήριος:
1 движущий, погоняющий, преследующий (μύοψ Aesch.);
2 возбуждающий, вызывающий (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - v.l. κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ κάρτα).

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητήριος: -α, -ον, = κινητικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. αὐτόθι 448· ― τὸ κινητήριον, τορύνη, μέγα κοχλιάριον, ὡς τὸ κίνητρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.

Greek Monolingual

-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α κινητήριος, -ία, -ον) κινητήρ
ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι
νεοελλ.
φρ. «κινητήρια δύναμη»
α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί να πετύχει κάποιος κάτι («κινητήρια δύναμη σήμερα είναι το χρήμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κινητήριον
1. η κουτάλα, το κίνητρο
2. οίκος ανοχής, πορνείο.