χητοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />privation, manque.<br />'''Étymologie:''' [[χῆτος]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />[[privation]], [[manque]].<br />'''Étymologie:''' [[χῆτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.
Russian (Dvoretsky)
χητοσύνη: (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].
Greek Monotonic
χητοσύνη: ἡ, ανάγκη, στέρηση, ερημιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
χητοσύνη, ἡ, [from χῆτος
need, destitution, loneliness, Anth.