ἐμβροχή: Difference between revisions
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ῆς (ἡ) :<br />fomentation, lotion.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβρέχω]].<br /><span class="bld">2</span>ῆς (ἡ) :<br />nœud coulant, lacet.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βρόχος]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ῆς (ἡ) :<br />fomentation, lotion.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβρέχω]].<br /><span class="bld">2</span>ῆς (ἡ) :<br />[[nœud coulant]], [[lacet]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βρόχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἐμβρέχω) A infusion, Dsc.1.43; embrocation, Antyll. ap. Orib.9.22.1, Plu.2.42c. II (βρόχος) noose, halter, Luc.Lex.11.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
nudo corredizo ἀπηγχόνησά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Luc.Lex.11; cf. βρόχος.
-ῆς, ἡ
1 remojo, maceración de rosas en aceite, Dsc.1.43.3.
2 medic. embrocación, fomento Damocr. en Gal.13.1001, Crit.Hist. en Gal.13.878, ἐ. ἐλαίου ὀμφακίνου ψυχροῦ Gal.14.314, cf. Antyll. en Orib.9.22.1, Plu.2.42c, Ign.Pol.2.1, Luc.Ocyp.88, PTurner 14.14 (II d.C.), Paul.Aeg.3.43.2, 6.74.4, ἐμβροχαὶ δὲ τῇ κεφαλῇ Anon.Med.Acut.Chron.1.3.4, ἐμβροχὴ δι' ἐλαίου τε καὶ ἀψινθίου Gal.10.572, cf. Anon.Med.Acut.Chron.21.3.2.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, das Einweichen, Anfeuchten, Galen.; der feuchte Umschlag, Plut. de audit. 6. – Bei Luc. Lexiph. 11 die Schlinge zum Aufhängen.
French (Bailly abrégé)
1ῆς (ἡ) :
fomentation, lotion.
Étymologie: ἐμβρέχω.
2ῆς (ἡ) :
nœud coulant, lacet.
Étymologie: ἐν, βρόχος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβροχή:
I ἡ ἐμβρέχω примочка, припарка (ἐ. καὶ κατάπλασμα Plut.).
II ἡ βρόχος веревка с петлей Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβροχή: ἡ, = ἔμβρεγμα, Πλούτ. 2. 42C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ΙΙ. (βρόχος), θηλειά, ἀγχόνη, Λουκ. Λεξιφ. 11.
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἐμβροχή)
1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα
νεοελλ.
1. η διήθηση του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό
2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της
αρχ.
έμβρεγμα, κομπρέσα.
(II)
ἐμβροχή, η (Α)
βρόχος, αγχόνη.