ἡμερότης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />humeur douce, douceur.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[humeur douce]], [[douceur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:37, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερότης Medium diacritics: ἡμερότης Low diacritics: ημερότης Capitals: ΗΜΕΡΟΤΗΣ
Transliteration A: hēmerótēs Transliteration B: hēmerotēs Transliteration C: imerotis Beta Code: h(mero/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (ἥμερος) A cultivation, of a country, Hp.Aër. 12. 2 of men, gentleness, Pl.R.410d, Ephor.31(b)J., Epicur. Sent.Vat.36, Phld.Hom.p.32 O., D.S.32.27, etc.; of animals, Arist. HA588a21. II as a title, Clemency, ἡ ἡμετέρα ἡ. Just.Nov.115Pr.

German (Pape)

[Seite 1166] ητος, ἡ, das Zahmsein, die Sanftmuth; καὶ μαλακία Plat. Rep. III, 410 d; Gegensatz ἀγριότης, Arist. H. A. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
humeur douce, douceur.
Étymologie: ἥμερος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερότης: ητος ἡ
1 ласковость, кротость (καὶ ἡ. καὶ ἀγριότης ἔνεισιν ἐν πολλοῖς, sc. ζῴοις Arst.);
2 культурность (φυτῶν Arst.);
3 мягкость, любезность Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερότης: -ητος, ἡ, (ἥμερος) ἀντίθ. ἀγριότης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 1, 2. 2) καλλιέργεια χώρας, Ἱππ. Ἀέρ. 288. 3) ἐπί ἀνθρώπων, ἀγαθότης, πραότης, Πλάτ. Πολ. 410D. II παρὰ Βυζ., τίτλος τῶν αὐτοκρατόρων, Λατ. Serenitas. Clementia.

Greek Monotonic

ἡμερότης: -ητος, ἡ (ἥμερος), εξημέρωμα, ημερότητα· καλλιέργεια του εδάφους· λέγεται για ανθρώπους, πραότητα, ευγένεια, αγαθότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἡμερότης, ητος, ἥμερος
tameness:—of men, gentleness, kindness, Plat.