κρυόεις: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui glace d'effroi.<br />'''Étymologie:''' [[κρύος]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />[[qui glace d'effroi]].<br />'''Étymologie:''' [[κρύος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:45, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠόεις Medium diacritics: κρυόεις Low diacritics: κρυόεις Capitals: ΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: kryóeis Transliteration B: kryoeis Transliteration C: kryoeis Beta Code: kruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, chilling, in metaph. sense, φόβου κρυόεντος Il.9.2; κρυόεσσα Ἰωκή 5.740; ἐν πολέμῳ κρυόεντι Hes. Th.936; συντυχία Pi.I.1.37: later in lit. sense, icy-cold, ἅλς, πάγος, A.R.1.918, AP6.221 (Leon.); Τάρταρος Orph.Fr.222; of Saturn, Cat.Cod.Astr.1.172; cf. ὀκρυόεις.

German (Pape)

[Seite 1515] εσσα, εν, poet. = κρυερός; φόβος Il. 9, 2; ἰωκή 5, 740; πόλεμος Hes. Th. 936; sp. D., πάγος Leon. Al. 12 (VI, 221).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui glace d'effroi.
Étymologie: κρύος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυόεις -εσσα -εν [κρύος] ijskoud:. φεύγων... κρυόεντα πάγον de ijskoude vorst ontvluchtend AP 6.221.2. overdr. ijselijk, huiveringwekkend:. ἐν πολέμῳ κρυόεντι in de huiveringwekkende oorlog Hes. Th. 936.

Russian (Dvoretsky)

κρυόεις: όεσσα, όεν
1 холодный, ледяной (πάγος Anth.);
2 леденящий, пронизывающий ужасом (φόβος Hom.; πόλεμος Hes.).

English (Autenrieth)

κρυερός. (Il.)

English (Slater)

κρῠόεις chilling met. ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.37)

Greek Monolingual

κρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
(κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ.
β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. -όεις (πρβλ. ασπιδόεις, ροδόεις)].

Greek Monotonic

κρυόεις: -εσσα, -εν 1. = κρυερός, παγερός, ψυχρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. παγετώδης, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κρυόεις: εσσα, εν, = κρυερός, παγερός, ψυχρός, φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· συντυχία Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς πάγος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. ὀκρυόεις.

Middle Liddell

κρυόεις, εσσα, εν = κρυερός
1. chilling, Il., Hes.
2. icy-cold, Anth.