λαοσσόος: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=όος, όον;<br />qui pousse le peuple au combat.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[σεύω]].
|btext=όος, όον;<br />[[qui pousse le peuple au combat]].<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[σεύω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:55, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσσόος Medium diacritics: λαοσσόος Low diacritics: λαοσσόος Capitals: ΛΑΟΣΣΟΟΣ
Transliteration A: laossóos Transliteration B: laossoos Transliteration C: laossoos Beta Code: laosso/os

English (LSJ)

ον, (σεύω)

A rousing or stirring the nations, epithet of the war-deities Ares, Eris, Il.17.398, 20.48; of Athena, 13.128, Od.22.210; of Apollo, Il.20.79: also of men, as Amphiaraus, Od.15.244; of Electryon, Amphitryon, Hes.Sc.3,37; λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to which the people flock, Pi.P.12.24.

French (Bailly abrégé)

όος, όον;
qui pousse le peuple au combat.
Étymologie: λαός, σεύω.

German (Pape)

1 [λᾱ] (σεύω) Völker, Kriegsvolk antreibend, zum Kampfe anreizend, Ares und Eris, Il. 17.398, 20.48, Athene und Apollon, Od. 22.210, Il. 13.128, 20.79; auch Heerführer heißen so, Amphiaraus, Od. 15.244, Amphitryon, Hes. Sc. 37, Elektryon, 3; ἀγῶνες, das Volk zusammenführend, Pind. P. 12.24.
2 (σῴζω) Volk, Leute errettend, wie die Alten auch einige der vorigen Stellen faßten, erst Sp., wie Nonn.; τείχη, Byz. anath. 1 (IX.689).

Russian (Dvoretsky)

λᾱοσσόος: σεύω
1 поднимающий (на войну) народы, возбуждающий людей (Ἄρης, Ἔρις, Ἀθήνη, Ἀμφιάραος Hom.);
2 собирающий людей (ἀγῶνες Pind.).
σῴζω спасающий людей, охраняющий народ (τείχεα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσσόος: -ον, (σεύω) ἐξεγείρων, διεγείρων τὰ ἔθνη, ἐπίθ. τῶν πολεμικῶν θεοτήτων, τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἔριδος, Ἰλ. Ρ. 398., Υ. 48· τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Χ. 210, Ἰλ. Ν. 128· τοῦ Ἀπόλλωνος, Υ. 79· ὡσαύτως ἀνδρῶν, λαοσσόον Ἀμφιάραον Ὀδ. Ο. 244· τοῦ Ἠλεκτρύωνος, τοῦ Ἀμφιτρύωνος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 3. καὶ 37· ― λαοσσόοι ἀγῶνες, συναθροίσεις εἰς ἃς οἱ λαοὶ συνέρχονται πολυπληθεῖς, Πινδ. Π. 12. 42· πρβλ. ἱπποσόας. ΙΙ. (σῴζω) διασῴζων, διατηρῶν τὸν λαὸν ἢ τὰ ἔθνη, Ἀνθ. Π. 9 689, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 31., η. 12. ― Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ «λαοσσοοῦσα, τουτέστι παρορμῶσα εἰς τὸν πόλεμον· ὅ ἐστιν ἐπίθετον Ἀθηνᾶς».

Greek Monolingual

(I)
λαοσσόος, -ον, θηλ. και λαοσσοοῦσα (Α)
1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ' Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῦσα
προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].
(II)
λαοσσόος, -ον (Α)
αυτός που διασώζει τον λαό, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σσόος (< σόος, ιων. τ. του επιθ. σῶος «σωτήριος, υγιής» (πρβλ. νηο-σσόος, τέκνο-σσόος). Τα σύνθ. αυτού του τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την επίδραση τών σύνθ. σε -σσόος < σεύομαι (πρβλ. λαο-σσόος (Ι)].

Greek Monotonic

λᾱοσσόος: -ον (σεύω
1. αυτός που ξεσηκώνει, που εξεγείρει τα έθνη, σε Όμηρ.
2. λαοσσόοι ἀγῶνες, συναθροίσεις, στις οποίες συρρέει πολύς κόσμος, σε Πίνδ.
II. (σῴζω), αυτός που διασώζει, που διατηρεί την ακεραιότητα του λαού ή των εθνών, σε Ανθ.

Middle Liddell

λᾱοσ-σόος, ον
I. (σεύὠ rousing or stirring nations, Hom.
2. λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to which the people flock, Pind.
II. (σώζὠ preserving the people or nations, Anth.