θυήεις: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui exhale le parfum de l'encens.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]]. | |btext=ήεσσα, ῆεν;<br />[[qui exhale le parfum de l'encens]].<br />'''Étymologie:''' [[θύος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:55, 9 January 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, (θύος) smoking with incense, fragrant, Ep. epithet of βωμός, Il.8.48, Od.8.363, Hes.Th.557; σπάργανα h.Merc.237.
German (Pape)
[Seite 1221] εσσα, εν, von Opfern, Weihrauch duftend, βωμός, Il. 9, 48. 23, 148 Od. 8, 363; Hes. Th. 557; von Hermes Windeln, H. h. Merc. 237.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui exhale le parfum de l'encens.
Étymologie: θύος.
Russian (Dvoretsky)
θῠήεις: ήεσσα, ῆεν
1 курящийся благовониями или струящий аромат жертвоприношений (βωμός Hom., Hes.);
2 благовонный, благоуханный (σπάργανα, sc. Ἑρμέω HH).
Greek (Liddell-Scott)
θυήεις: εσσα, εν, (θύος) εὐωδιάζων ἐκ καπνοῦ θυμιάματος, εὐώδης, Ὁμηρικόν ἐπίθετον τοῦ βωμός Ἰλ. Θ. 48, Ψ. 148. Ὀδ. Θ. 363∙ οὕτως, Ἡσ. Θ. 557∙ ἀλλ’ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, περὶ τῶν σπαργάνων τοῦ Ἑρμοῦ.
English (Autenrieth)
(θύος): smoking with incense, fragrant.
Greek Monolingual
θυήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.)
2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αιγλήεις, πετρήεις)].
Greek Monotonic
θυήεις: -εσσα, -εν (θύος), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει λιβάνι, αυτός που ευωδιάζει λιβάνι, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Middle Liddell
θυήεις, εσσα, εν θύος
smoking or smelling with incense, fragrant, Hom., Hes.