ἀκοντί: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />malgré soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]². | |btext=<i>adv.</i><br />[[malgré soi]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]². | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:15, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv. of ἄκων, unwillingly, Plu.Fab.5, Suid.
Spanish (DGE)
adv. de mala gana Plu.Fab.5, Sud.
German (Pape)
[Seite 77] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
malgré soi.
Étymologie: ἄκων².
Russian (Dvoretsky)
ἀκοντί: (ῑ) adv. против (своей) воли, неохотно (μάχεσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντί: [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).
Greek Monolingual
ἀκοντὶ επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]
χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.
το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].
Greek Monotonic
ἀκοντί: [ῑ], επίρρ. του ἄκων, συνηρ. αντί ἀεκοντί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[adverb of ἄκων, contr. for ἀεκοντί, Plut.]