ὑπολανθάνω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ὑπολήσω, <i>ao.2</i> ὑπέλαθον, <i>etc.</i><br />être caché sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λανθάνω]]. | |btext=<i>f.</i> ὑπολήσω, <i>ao.2</i> ὑπέλαθον, <i>etc.</i><br />[[être caché sous]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λανθάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:40, 9 January 2023
English (LSJ)
lie concealed under, Ael.VH3.1, Lyd.Ost.9b.
German (Pape)
[Seite 1223] (s. λανθάνω), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπολήσω, ao.2 ὑπέλαθον, etc.
être caché sous.
Étymologie: ὑπό, λανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολανθάνω: μέλλ. -λήσω, κεῖμαι ὑποκεκρυμμένος, λανθάνω ὑπάρχων ὑποκάτω, «καὶ ἐκείνη μὲν (δηλ. ἡ σμῖλαξ) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει αὐτόθι 201, 29.
Greek Monolingual
ὑπολανθάνω ΝΜΑ λανθάνω
νεοελλ.-μσν.
υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, χωρίς να φαίνομαι, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση
μσν.-αρχ.
είμαι κρυμμένος αποκάτω (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», Φώτ.
β. «καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).