ὑστερόπους: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />au pied tardif, lent.<br />'''Étymologie:''' [[ὕστερος]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />[[au pied tardif]], [[lent]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕστερος]], [[πούς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 9 January 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος, coming late, ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326 (lyr.); ὑ. Νέμεσις AP12.229 (Strat.); Ἐρινύς Orph.A.1164.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
au pied tardif, lent.
Étymologie: ὕστερος, πούς.
German (Pape)
πουν, gen. ποδος, hinterher, spät, zu spät, langsam gehend; Νέμεσις Strat. 71 (XII.229); ὑστερόπους βοηθῶ Ar. Lys. 326, Schol. ὕστερος τοῦ καιροῦ ἦλθον εἰς τὸ βοηθῆσαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑστερόπους: 2, gen. ποδος
1 медлительный, неторопливый (Νέμεσις Anth.);
2 запаздывающий: μῶν ὑ. βοηθῶ; Arph. неужели я опоздал с помощью?
Greek (Liddell-Scott)
ὑστερόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος ὕστερον, ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που έρχεται κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό-πους].
Greek Monotonic
ὑστερόπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έρχεται αργά, σε Ανθ.